-
1 ειργνυμι
-
2 εἵργνυμι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἵργνυμι
-
3 καθ-είργνῡμι
καθ-είργνῡμι (s. εἵργνυμι u. vgl. κατείργω), einschließen, einsperren; οὐ καϑεῖρξ' ἡμᾶς Eur. Bacch. 618; εἰς τὸν καλιὸν καϑείργνυται Cratin. bei Poll. 10, 160; καϑείργνυσι τὴν τοῦ πυρὸς δύναμιν Plat. Tim. 45 e; κηρίνοις πλάσμασι καϑείρξας Theaet. 200 b; εἰς τὸν περίβολον 197 e; οἱ ἐν τῇ πόλει καϑείρξαντες ὑμᾶς Dem. 3, 31; καϑειργμένοι ἐν τῷ σταυρώματι Xen. Hell. 3, 2, 3; εἰς οἴκημα Plut. Lyc. 26; οἱ ἐπὶ ϑανάτῳ καϑειργνύμενοι S. N. V. 10.
-
4 ἀμφ-είργνυμι
ἀμφ-είργνυμι, einschließen; Iliad. 16, 481 ἀλλ' ἔβαλ' ἔνϑ' ἄρα τε φρένες ἔρχαται ἀμφ' ἀδινὸν κῆρ, könnte Tmesis sein, homerisch med. statt des act., wo das Zwerchfell den Sitz des Lebens umschließt (vgl. εἵργνυμι); Aristarch nahm ἔρχαται als simpl., ἀμφί als selbständ. Wort, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι σαφῶς διὰ τοῠ ἔβαλε σημαίνει τὸ ἔτυχεν εἰς ἐκεῖνον τὸν τόπον, ὅπου αἱ φρένες ἐγκαϑειργμέναι εἰσὶ περὶ τὴν ψυχήν.
-
5 ἐγ-καθ-είργνῡμι
ἐγ-καθ-είργνῡμι (s. εἵργνῡμι), = Folgdm; Plut. prim. frig. 15.
-
6 περι-είργνυμι
περι-είργνυμι u. περιειργνύω, = περιείργω, Suid.
-
7 συν-είργνῡμι
συν-είργνῡμι u. συνειργνύω, = συνείργω, Sp., wie Plut. conj. praec. A.
-
8 κατ-είργνῡμι
κατ-είργνῡμι, = Folgdm, κατειργνῦσι τοὺς βοῦς ἐς μέσα τὰ φρύγανα Her. 4, 69.
-
9 ειργνύμενον
ἔργνυμιpres part mp masc acc sgἔργνυμιpres part mp neut nom /voc /acc sgεἵργνυμιshut in: pres part mp masc acc sgεἵργνυμιshut in: pres part mp neut nom /voc /acc sg -
10 εἱργνύμενον
ἔργνυμιpres part mp masc acc sgἔργνυμιpres part mp neut nom /voc /acc sgεἵργνυμιshut in: pres part mp masc acc sgεἵργνυμιshut in: pres part mp neut nom /voc /acc sg -
11 εέργνυ
ἐέργνῡ, ἔργνυμιimperf ind act 3rd sg (epic)ἐέργνῡ, ἔργνυμιimperf ind act 3rd sg (epic)ἐέργνῡ, εἵργνυμιshut in: imperf ind act 3rd sg (epic)ἐέργνῡ, εἵργνυμιshut in: imperf ind act 3rd sg (epic) -
12 ἐέργνυ
ἐέργνῡ, ἔργνυμιimperf ind act 3rd sg (epic)ἐέργνῡ, ἔργνυμιimperf ind act 3rd sg (epic)ἐέργνῡ, εἵργνυμιshut in: imperf ind act 3rd sg (epic)ἐέργνῡ, εἵργνυμιshut in: imperf ind act 3rd sg (epic) -
13 ἐν-είργω
ἐν-είργω od. ἐν-είργνῡμι (das praes. kommt nicht vor), einschließen, einsperren; εἰς τὴν κιβωτόν Schol. Pind. P. 1, 72; ταύρῳ Phalar. ep. 50.
-
14 καθειργνυμι
ион. κᾰτείργνῡμι (impf. κᾰθείργνυν, fut. καθείρξω, aor. καθεῖρξα; part. pf. pass. καθειργμένος)1) запирать, заключать(τινά συφεοῖσιν Hom. - in tmesi; ἐν τῷ σταυρώματι Xen.; ἐς λοφεῖον Arph.; εἰς τὸν περίβολον Plat.; ἐν τῇ πόλει τινάς Dem.; εἰς τέν σκηνήν τινα Plut.)
οἱ ἐπὴ θανάτῳ καθειργνύμενοι Plut. — осужденные на смерть узники;κ. ἑαυτὸν εἰς τέν κακίαν Plut. — целиком предаться пороку2) вводить в надлежащие рамки, ограничивать(τέν μακρολογίαν Plat.)
-
15 συνειργνυμι
1) заключать, запирать вместе(εἰς θάλαμόν τινα, ἐν δεσμῷ συνειργμένος Plut.)
2) соединять, сочетать(τινί Plut.)
οἱ συνειργνύμενοι Plut. — новобрачные -
16 ειργνύμενοι
εἱργνύμενοι, ἔργνυμιpres part mp masc nom /voc plεἱργνύμενοι, εἵργνυμιshut in: pres part mp masc nom /voc pl -
17 εἱργνύμενοι
εἱργνύμενοι, ἔργνυμιpres part mp masc nom /voc plεἱργνύμενοι, εἵργνυμιshut in: pres part mp masc nom /voc pl -
18 απείργνυσιν
ἀπείργνῡσιν, ἀπό-ἔργνυμιpres ind act 3rd sg (ionic)ἀπείργνῡσιν, ἀπό-εἵργνυμιshut in: pres ind act 3rd sg (ionic) -
19 ἀπείργνυσιν
ἀπείργνῡσιν, ἀπό-ἔργνυμιpres ind act 3rd sg (ionic)ἀπείργνῡσιν, ἀπό-εἵργνυμιshut in: pres ind act 3rd sg (ionic) -
20 είργνυσθαι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
είργνυμι — εἵργνυμι και εἱργνύω (Α) 1. κλείνω μέσα, εγκλείω 2. ρίχνω στη φυλακή. [ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενής ενεστώτας τού είργω*, σχηματισμένος κατά τα σε μι] … Dictionary of Greek
εἱργνύμενον — ἔργνυμι pres part mp masc acc sg ἔργνυμι pres part mp neut nom/voc/acc sg εἵργνυμι shut in pres part mp masc acc sg εἵργνυμι shut in pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐέργνυ — ἐέργνῡ , ἔργνυμι imperf ind act 3rd sg (epic) ἐέργνῡ , ἔργνυμι imperf ind act 3rd sg (epic) ἐέργνῡ , εἵργνυμι shut in imperf ind act 3rd sg (epic) ἐέργνῡ , εἵργνυμι shut in imperf ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
.ειργνύμενοι — εἱργνύμενοι , ἔργνυμι pres part mp masc nom/voc pl εἱργνύμενοι , εἵργνυμι shut in pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἵργνυσθαι — ἔργνυμι pres inf mp εἵργνυμι shut in pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἵργνυσι — εἵργνῡσι , ἔργνυμι pres ind act 3rd sg εἵργνῡσι , εἵργνυμι shut in pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἵργνυσιν — εἵργνῡσιν , ἔργνυμι pres ind act 3rd sg εἵργνῡσιν , εἵργνυμι shut in pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἵργνυτο — ἔργνυμι imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) εἵργνυμι shut in imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπείργνυσιν — ἀπείργνῡσιν , ἀπό ἔργνυμι pres ind act 3rd sg (ionic) ἀπείργνῡσιν , ἀπό εἵργνυμι shut in pres ind act 3rd sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνειργνύς — ἐνειργνύ̱ς , ἐν ἔργνυμι pres part act masc nom/voc sg ἐνειργνύ̱ς , ἐν εἵργνυμι shut in pres part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνείργνυνται — ἐν ἔργνυμι pres ind mp 3rd pl ἐν εἵργνυμι shut in pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)