-
1 ειλλω
атт. εἵλλω, эп.-эол. тж. εἴλω (fut. εἱλῶ, aor. ἕλσα, ἔλσα и ἔελσα; pass.: aor. 2 ἐάλην с ᾰ, pf. ἔελμαι, эп. inf. aor. ἀλῆναι и ἀλήμεναι)1) вращать(γῆ περὴ πόλον εἰλλομένη Plat.)
περὴ σαυτὸν εἴλλειν τέν γνώμην Arph. — уйти в свои мысли2) теснить, оттеснять, прижимать(λαὸν κατὰ τείχεα Hom.)
; pass. прижиматься, тж. сжиматься, съеживатьсяἧστο ἀλείς Hom. — он сидел согнувшись;
ὑπ΄ ἀσπίδι πᾶς ἐάλη — он весь укрылся под щитом;3) накапливать, собиратьἀλὲν ὕδωρ Hom. — скопившаяся вода;
Τρῶες εἰς ἄστυ ἄλεν (= ἐάλησαν) Hom. — троянцы укрылись в городе4) с размаху поражать(νῆα κεραυνῷ Hom.)
-
2 ειλω
-
3 αλεις
-
4 αλεν
-
5 εαλην
-
6 εελσα...
-
7 ελσα
-
8 ενειλλω
-
9 ιλλω
также εἰλέω, εἴλλω и εἴλω водить кругом, катить, вращать; pass. кружиться, вращаться(ἴ. καὴ κινεῖσθαι περὴ τὸν πόλον μέσον Arst.)
ἰλλόμενα ἄροτρα Soph. — описывающие круги сохи
См. также в других словарях:
εἵλλω — εἴλλω , εἴλω shut in pres subj act 1st sg εἴλλω , εἴλω shut in pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴλλω — εἴλω shut in pres subj act 1st sg εἴλω shut in pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
είλω — εἴλω και εἰλῶ ( έω) και ἴλλω (Α) 1. περικλείω, πιέζω 2. εμποδίζω, προλαβαίνω («Διὸς βουλῇσιν ἐελμένος», Ιλ.) 3. εγκλείω, καλύπτω, προστατεύω («ὑπ ἀσπίδος ἄλκιμον ἦτορ ἔλσας», Καλλίνος) 4. συμπιέζω, συνθλίβω (π.χ. ελιές ή σταφύλια) 5. (για άνθρωπο … Dictionary of Greek
εξείλλω — ἐξείλλω (AM) [είλλω] μσν. ξεφεύγω, γλυτώνω 1. (για κυνηγετικά σκυλιά) ανακαλύπτω («ὑπὸ χαρᾱς καὶ μένους προϊᾱσιν ἐξείλλουσαι τὰ ἴχνη», Ξεν.) 2. εμποδίζω («ἐάν τις ἐξείλλῃ τινά τῆς ἐργασίας, ὑπόδικον ποιεῑ», Δημοσθ.) 3. βγάζω πέτρα από την ουρήθρα … Dictionary of Greek
συνίλλω — και συνείλλω Α συμπιέζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἴλλω / εἴλλω «πιέζω» (βλ. και λ. είλω)] … Dictionary of Greek
υπείλλω — και ὑπίλλω ΜΑ φρ. «ὑπείλλω στόμα» μτφ. α) κρατώ το στόμα μου κλειστό, σιωπώ β) αποκρύπτω κάτι αρχ. συστέλλω, συμμαζεύω, κουλουριάζω («οὐρὰν ὑπίλλει ὑπὸ λεοντόπουν βάσιν καθέζετο», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + εἴλλω / ἴλλω «στρέφω, γυρίζω γύρω… … Dictionary of Greek
u̯el-3 — u̯el 3 English meaning: to press, push Deutsche Übersetzung: “drängen, pressen, zusammendrängen, einschließen” Material: Hom. εἴλω (*Fέλ νω); Inf. Aor. ἔλσαι and with suggestion ἐέλσαι, Aor. pass. ἐάλην, ἀλήμεναι, ep. Ion. εἰλέω… … Proto-Indo-European etymological dictionary
u̯el-7, u̯elǝ-, u̯lē- — u̯el 7, u̯elǝ , u̯lē English meaning: to turn, wind; round, etc.. Deutsche Übersetzung: “drehen, winden, wälzen” Note: extended u̯el(e)u , u̯l̥ ne u , u̯(e)lei (diese also “umwinden, einwickeln = einhũllen”) Material: A.… … Proto-Indo-European etymological dictionary