-
1 είδασιν
-
2 εἴδασιν
См. также в других словарях:
εἴδασιν — εἴ̱δασιν , εἶδαρ food neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξενοχάραγος — ἐξενοχάραγος, ον (Μ) παράδοξος, αλλόκοτος («τὸ πρᾱγμα τὸ ἐξενοχάραγον, τὸ οὐκ εἴδασιν ποτέ τους») … Dictionary of Greek