-
1 εἱλικτός
εἱλικτός, ion. = ἑλικτός.
-
2 ειλικτος
-
3 εἱλικτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἱλικτός
-
4 ειλικτόν
-
5 εἱλικτόν
-
6 ελικτος
поэт. εἱλικτός 3[adj. verb. к ἑλίσσω См. ελισσω]1) извивающийся, клубящийся(δράκων Soph.)
εἱλικτὸν πόδα ἑαυτοῦ κρούειν Eur. — кружиться в пляске2) вьющийся(κισσός Eur.)
3) выгнутый, изогнутый(κύτος Eur.)
βοῦς κεράεσσιν ἑλικταί HH. — криворогие коровы;σύριγξ περὴ χεῖλος ἑλικτά Theocr. — сиринга с выемкой для губ4) свертывающийся в клубок(τὰ ἔντομα Arst.)
5) хитрый, коварный(βουλευτήρια Eur.)
-
7 περιπλεκτος
-
8 ειλικτή
-
9 εἱλικτῇ
-
10 ειλικτοίς
-
11 εἱλικτοῖς
-
12 ειλικτή
-
13 εἱλικτή
-
14 ειλικτήν
-
15 εἱλικτήν
См. также в других словарях:
ειλικτός — εἱλικτός, ή, όν (Α) βλ. ελικτός … Dictionary of Greek
εἱλικτόν — εἱλικτός enveloping masc acc sg εἱλικτός enveloping neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱλικτοῖς — εἱλικτός enveloping masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱλικτῇ — εἱλικτός enveloping fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱλικτή — εἱλικτός enveloping fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱλικτήν — εἱλικτός enveloping fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελικτός — ή, ό (ΑΜ ἑλικτός, ή, όν Α και εἱλικτός, ή, όν) 1. στριφτός, στριφογυριστός 2. περίπλοκος, σκοτεινός, ασαφής αρχ. (για χορευτή) αυτός που κάνει στροφές … Dictionary of Greek