Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εἱλικρινείας

  • 1 ειλικρινείας

    εἰλικρινείᾱς, εἰλικρίνεια
    unmixedness: fem acc pl
    εἰλικρινείᾱς, εἰλικρίνεια
    unmixedness: fem gen sg (attic doric aeolic)
    ——————
    εἰλικρινείᾱς, εἰλικρίνεια
    unmixedness: fem acc pl
    εἰλικρινείᾱς, εἰλικρίνεια
    unmixedness: fem gen sg (attic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ειλικρινείας

  • 2 εἰλικρινείας

    Morphologia Graeca > εἰλικρινείας

  • 3 εἱλικρινείας

    Morphologia Graeca > εἱλικρινείας

  • 4 εἰλικρινείας

    Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > εἰλικρινείας

  • 5 περί

    πρόθ. I με γεν. о, об; относительно;

    ομιλώ περί ηθικής — говорить о морали;

    δεν αμφιβάλλω περί της είλικρινείας του — я не сомневаюсь в его искренности;

    § περί πολλού τον ποιούμαι — или τον έχω περί πολλού — а) я его очень уважаю; — я с ним очень считаюсь; — б) я очень о нём забочусь;

    II με αιτιατ.
    1) вокруг, около;

    περί τον άξονα — вокруг оси;

    οι περί αυτόν его последователи, сторонники, приближённые;
    2) (при обознач, области, сферы проявления чего-л.):

    ασχολούμαι περί την μουσική ν — заниматься музыкой;

    ικανός περί τα τοιαύτα — в этой области он человек способный;

    3) около, приблизительно, почти;

    ήλθε περί τα μεσάνυχτα — он пришёл около полуночи;

    -' τάς χιλίας δραχμάς около тысячи драхм

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > περί

  • 6 πλήρης

    ης, ήρες
    1) прям., перен. полный, наполненный; ποτήριον πλήρες οίνου стакан полный вина; δωμάτιον πλήρες καπνού комната полная дыму;

    καρδιά πλήρης ευγνωμοσύνης — сердце полное признательности;

    λόγοι πλήρεις είλικρινείας (έρωτος, μίσους) — слова полные искренности (любви, ненависти);

    2) полный, целый, весь;

    πλήρης συλλογή — полный комплект;

    πλήρης κατάστασις — полный список;

    άδεια μετά πλήρων αποδοχών — отпуск с полным содержанием;

    3) полный, абсолютный; совершённый;

    πλήρης αλήθεια — совершенная правда;

    πλήρης επιτυχία — полный успех;

    πλήρης υγείας — совсем здоровый;

    πλήρης θάρρους — очень смелый;

    πλήρες ναυάγιον των διαπραγματεύσεων полный провал переговоров;
    παρέχω πλήρες το δικαίωμα ενεργείας εις τίνα предоставлять полную свободу действий кому-л.;

    σε πλήρη ( — или εν πλήρει) ασφάλεια — в полной безопасности;

    § πλήρης σφυγμός — пульс хорошего наполнения;

    πλήρης ημερων (ετών) — в преклонном возрасте;

    εν πλήρει ημέρα — среди бела дня;

    εν πλήρει νυκτί — глубокой ночью;

    εν πλήρει μεσημβρία — в самый полдень;

    εν πλήρει συνεδριάσει — в разгар собрания

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πλήρης

  • 7 εἰλικρίνεια

    εἰλικρίνεια, ας, ἡ (also εἰλικρινία s. W-S. §5, 13c; Mlt-H. 100; 348. Since Aristot. et al.; POxy 1252 verso II, 38; PAberd 52, 8; Wsd 7:25 v.l.; fr. εἰλικρινής) the quality or state of being free of dissimulation, sincerity, purity of motive w. ἀλήθεια 1 Cor 5:8. ἐξ εἰλικρινείας out of pure motives 2 Cor 2:17; (w. ἁπλότης; v.l. ἁγιότης) ἐν εἰ. τοῦ θεοῦ in godly sincerity 1:12.—M-M. TW. Spicq.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > εἰλικρίνεια

См. также в других словарях:

  • εἰλικρινείας — εἰλικρινείᾱς , εἰλικρίνεια unmixedness fem acc pl εἰλικρινείᾱς , εἰλικρίνεια unmixedness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἱλικρινείας — εἰλικρινείᾱς , εἰλικρίνεια unmixedness fem acc pl εἰλικρινείᾱς , εἰλικρίνεια unmixedness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • AZYMA — Hebr. Gap desc: Hebrew, cuius vocis origo non liquet. Docet tamen ex Arabismo, Bochartus, Gap desc: Hebrew proprie esse puros et sinceros panes et ab omni fermento expurgatos, quod corruptionis esse genus voluerunt multi Veteres. Hinc Hieronym. 1 …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ανειλικρίνεια — η έλλειψη ειλικρίνειας, υποκρισία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ειλικρίνεια. Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Β. Φαρσή] …   Dictionary of Greek

  • κακοπιστία — η (AM κακοπιστία) [κακόπιστος] η ιδιότητα τού κακόπιστου, έλλειψη καλής πίστεως, ειλικρίνειας, έλλειψη εμπιστοσύνης, δολιότητα νεοελλ. κακόπιστη πράξη, κακής πίστεως ενέργεια …   Dictionary of Greek

  • μάρτυρας — Πρόσωπο που παρέχει πληροφορίες σε δικαστική αρχή· πρόσωπο που θανατώθηκε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ή που βασανίστηκε για την ιδεολογία του· ο θεατής πράξεως ή γεγονότος. Σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία ο μ. είναι ο επίσημος… …   Dictionary of Greek

  • νατουραλισμός — Λογοτεχνικό κίνημα με πανευρωπαϊκή και παγκόσμια απήχηση, που ξεκίνησε από τη Γαλλία, όπου είχε και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του. Χρονολογικά συμπίπτει (στη Γαλλία) με την πρώτη εικοσαετία της Τρίτης Δημοκρατίας, που εγκαθιδρύθηκε το 1871 …   Dictionary of Greek

  • πιερότος — Πρόσωπο της Κομέντια ντελ’ άρτε, που προήλθε ίσως από τη φιγούρα του Πεντρολίνο. Ο τύπος που παρουσίαζε εισήχθη στη Γαλλία στο τέλος του 16ου αι. με ιταλικούς κωμικούς θιάσους (από τους διασημότερους ήταν ο θίασος τωνΤζελόζι) και αποτέλεσε μαζί… …   Dictionary of Greek

  • πλήρης — ες, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει ή περιέχει κάτι σε μεγάλη ποσότητα, ο γεμάτος με κάτι (α. «εισήγηση πλήρης αντιφάσεων» β. «το θέατρο ήταν πλήρες» γ. «ἄστυ πλῆρες οἰκιέων τριωρόφων», Ηρόδ. δ. «ποταμόν πλήρη ἰχθύων», Ξεν. 2. ολόκληρος, χωρίς μείωση ή… …   Dictionary of Greek

  • Άδα — (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του σατράπη της Καρίας Εκατόμνου, σύζυγος του αδελφού της Ιδριέα. Έγινε βασίλισσα μετά τον θάνατο του Ιδριέα, αλλά την εκθρόνισε o Οθωντόπατος, γαμπρός του Πιξωδάρου, που ήταν και αυτός αδελφός της Ά. Η Ά. πήγε τότε στην… …   Dictionary of Greek

  • Βάρβογλης, Μάριος — (Αθήνα 1885 – 1967). Έλληνας μουσουργός, καθηγητής μουσικής και μουσικοκριτικός. Καταγόμενος από γνωστή οικογένεια αγωνιστών του 1821, παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής με τον Νικηφόρο Λύτρα και το 1902 πήγε να σπουδάσει πολιτικές επιστήμες στο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»