1 ειωθότως
Morphologia Graeca > ειωθότως
2 εἰωθότως
Morphologia Graeca > εἰωθότως
3 εἰωθότως
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰωθότως
εἰωθότως — in customary wise indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ειωθότος — εἰωθότως (Α) (επίρρ) με τον συνηθισμένο τρόπο … Dictionary of Greek