-
1 εισηγησις
староатт. ἐσήγησις - εως ἥ1) введение, почин(τοῦ πράγματος Plut.)
ᾐτιῶντο τέν ἐσήγησιν τοῦ παντός Thuc. — они объявили, что (коринфяне) являются виновниками всего2) предложение, внесение(ψηφίσματος Plut.)
См. также в других словарях:
εἰσήγησις — proposing fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσηγήσει — εἰσήγησις proposing fem nom/voc/acc dual (attic epic) εἰσηγήσεϊ , εἰσήγησις proposing fem dat sg (epic) εἰσήγησις proposing fem dat sg (attic ionic) εἰσηγέομαι lead in fut ind mp 2nd sg εἰσηγέομαι lead in fut ind mid 2nd sg εἰσηγέομαι lead in… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσηγήσει — εἰσήγησις proposing fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐσηγήσεϊ , εἰσήγησις proposing fem dat sg (epic) εἰσήγησις proposing fem dat sg (attic ionic) εἰσηγέομαι lead in fut ind mid 2nd sg εἰσηγέομαι lead in futperf ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσηγήσεις — εἰσήγησις proposing fem nom/voc pl (attic epic) εἰσήγησις proposing fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσηγήσεσι — εἰσήγησις proposing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσηγήσεσιν — εἰσήγησις proposing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσήγησιν — εἰσήγησις proposing fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσήγησιν — εἰσήγησις proposing fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
повесть — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} 1) (εἰσήγησις) увещание, убеждение, 2) (διήγημα) повесть,… … Словарь церковнославянского языка
εισήγηση — η (AM εἰσήγησις) 1. πρόταση προφορική ή γραπτή («οι εισηγήσεις μου απορρίφθηκαν») 2. φρ. «εισήγηση νόμου» πρόταση νόμου για ψήφιση στη βουλή με αιτιολογημένη εισηγητική έκθεση 3. εισηγήσεις νομικά έργα τής ρωμαϊκής εποχής και τής εποχής τού… … Dictionary of Greek
εἰσηγήσεων — εἰσηγήσεω̆ν , εἰσήγησις proposing fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)