-
1 εισαπαξ
ион. и староатт. ἐσάπαξ adv. тж. раздельно1) (всего) один раз, однажды, однократно(γίγνεσθαι Arst.)
ὃς οὐκ ἂν εἵλετ΄ εἰ. εἰπεῖν Soph. — который беспрестанно повторял (досл. не довольствовался однократным высказыванием)2) раз навсегда(κρεῖσσον εἰ. θανεῖν ἢ πάσχειν κακῶς Aesch.)
3) зараз, в один прием(ἐξενείκασθαί τι Her.; εἰ. ἔπιεν ἐλέφας τέσσαρας καὴ δέκα μετρητάς Arst.)
См. также в других словарях:
εισάπαξ — εἰσάπαξ και εἰς ἅπαξ (Α) επίρρ. μια για πάντα, άπαξ διά παντός … Dictionary of Greek
εἰσάπαξ — at once indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσάπαξ — εἰσάπαξ at once indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άπαξ — (AM ἅπαξ) επίρρ. μία φορά, μία μόνο φορά νεοελλ. 1. όταν, μόλις, αφού, εφόσον 2. φρ. «άπαξ διαπαντός», μια για πάντα, οριστικά «εφάπαξ», το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε μία μόνο δόση 1. αρχ. 1. άλλοτε, κάποτε, παλαιότερα, μια φορά 2. φρ.… … Dictionary of Greek
ՆՈՒԱԳ 2 — ( ) NBH 2 0447 Chronological Sequence: Early classical, 8c, 10c, 14c գ. Որպէս լծ. ընդ թ. վագթ, վագիթ. եւ լտ. վիլիս, վիլէս. եւ յն. ա՛բագս . Չափ ժամանակի. ժամ. պահ. գամ. անգամ. ... որ ընդ յարակից բառից ունի եւ զզօրութիւն մակբայի. τὸ ἄπαξ, εἱσάπαξ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)