-
1 εισφοραίν
-
2 εἰσφοραῖν
См. также в других словарях:
εἰσφοραῖν — εἰσφορά carrying fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εισφοραίν
2 εἰσφοραῖν
εἰσφοραῖν — εἰσφορά carrying fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)