-
1 εἰστρέπομαι
A turn in, [ τὰ ἐκτὸς] ἐντὸς εἰ. turn outside in, Arist. HA 621a8, cf. Heliod. ap. Orib.46.10.4 :—[voice] Pass., [tense] fut.εἰστρᾰπήσομαι Antyll.
ap. Aët.7.74.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰστρέπομαι
См. также в других словарях:
ειστρέπομαι — εἰστρέπομαι (Α) στρέφω προς τα μέσα … Dictionary of Greek