-
1 εισπιπτω
ион. и староатт. ἐσπίπτω (fut. εἰσπεσοῦμαι, aor. 2 εἰσέπεσον)1) попадать(ἐς χαράδρας καὴ ἐνέδρας Thuc.: δικτύων βρόχους Eur.)
ἐς τέν εἱρκτέν ἐ. ὑπό τινος Thuc. — быть заключенным кем-л. в тюрьму;ἐσπεσεῖν ξυμφοράν τινα Eur. — попасть в какую-л. беду;εἰσπεσεῖν εἰς ἴχνη Xen. — напасть на след;εἰσπεσεῖν γῇρας Eur. — достигнуть старости, состариться2) припадать, прижиматься(πέπλους, sc. τινός Eur.)
3) врываться, влетать(πτηνὸς κῶμος ἐσπίπτει δόμοις Eur.; φλὸξ εἰσπίπτει εἰς τὰς οἰκίας Arst.)
4) вторгаться, нападать(ἐς τοὺς ἀγρούς и πρὸς τέν πόλιν Thuc.; ἐς τὸν πεζόν Her.; ἐπὴ τὰς θύρας Plut.)
5) перен. находить, овладевать -
2 εισπίπτω
(αόρ. εισέπεσα) αμετ. врываться, вторгаться -
3 εἰσπίπτω
εἰσ|πίπτω попадать во что; нападать, вторгаться -
4 εισεπεσον
-
5 εσπιπτω
-
6 επεισπιπτω
ион. ἐπεσπίπτω (fut. ἐπεισπεσοῦμαι)1) врываться, вторгаться(ναυσταθμοῖς, но πόλιν Eur.)
2) нападать(τινί Xen., Plut.)
3) падать, поражать -
7 ξυνεισπιπτω
1) вместе бросаться(ἐμπίπτουσιν εἰς τέν θάλατταν, ξυνεισέπεσον δὲ ἡμῶν τινες Xen.)
2) вместе устремляться, врываться, вторгаться(εἴσω τῶν πυλῶν, κατὰ τὰς πύλας Xen.; εἰς οἴκημα Plut.)
σ. τινί Her., Thuc., Xen., Plut., μετά τινος Arph. и σύν τινι Xen. — врываться вместе или одновременно с кем-л. -
8 παρεισπιπτω
-
9 συνεισπιπτω
1) вместе бросаться(ἐμπίπτουσιν εἰς τέν θάλατταν, ξυνεισέπεσον δὲ ἡμῶν τινες Xen.)
2) вместе устремляться, врываться, вторгаться(εἴσω τῶν πυλῶν, κατὰ τὰς πύλας Xen.; εἰς οἴκημα Plut.)
σ. τινί Her., Thuc., Xen., Plut., μετά τινος Arph. и σύν τινι Xen. — врываться вместе или одновременно с кем-л. -
10 εισέπεσα
αόρ. от εισπίπτω
См. также в других словарях:
εισπίπτω — εἰσπίπτω (AM) 1. πέφτω μέσα, ρίχνομαι σε κάτι με ορμή 2. περιέρχομαι σε μια κατάσταση, καταντώ 3. εισβάλλω, επιτίθεμαι αρχ. 1. εμφανίζομαι ξαφνικά 2. (για πληρωμές, έσοδα) εισρέω στο ταμείο … Dictionary of Greek
εἰσπεπτωκότα — εἰσπίπτω fall into perf part act neut nom/voc/acc pl εἰσπίπτω fall into perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσπεσόν — εἰσπίπτω fall into aor part act masc voc sg εἰσπίπτω fall into aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσπεσόντα — εἰσπίπτω fall into aor part act neut nom/voc/acc pl εἰσπίπτω fall into aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσπεσόντων — εἰσπίπτω fall into aor part act masc/neut gen pl εἰσπίπτω fall into aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσπέπτωκε — εἰσπίπτω fall into perf imperat act 2nd sg εἰσπίπτω fall into perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσπέπτωκεν — εἰσπίπτω fall into perf ind act 3rd sg εἰσπίπτω fall into plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσπῖπτον — εἰσπίπτω fall into pres part act masc voc sg εἰσπίπτω fall into pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσέπεσον — εἰσπίπτω fall into aor ind act 3rd pl εἰσπίπτω fall into aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσπεσούμενον — εἰσπίπτω fall into fut part mid masc acc sg (attic epic doric) εἰσπίπτω fall into fut part mid neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσπεσόν — εἰσπίπτω fall into aor part act masc voc sg εἰσπίπτω fall into aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)