-
1 εισοχη
-
2 εισοχή
η углубление, впадина
См. также в других словарях:
εἰσοχή — hollow fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εισοχή — η βλ. εσοχή … Dictionary of Greek
εἰσοχαῖς — εἰσοχή hollow fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσοχῆς — εἰσοχή hollow fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσοχήν — εἰσοχή hollow fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσοχῶν — εἰσοχή hollow fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εσοχή — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ., 359 κάτ.) του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φιλλύρας. * * * η 1. η κοιλότητα, η εισοχή 2. πληθ. οι εσοχές σκαλοπάτια επικλινούς εδάφους στα οποία υψώνεται τοίχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. εισοχή (<… … Dictionary of Greek
είσθεσις — εἴσθεσις, η (AM) 1. τοποθέτηση μέσα σε κάτι 2. (στην τυπογραφία) η εισοχή στίχου, η γραφή τού πρώτου γράμματος ένα διάστημα δεξιότερα από την αρχή άλλων στίχων αρχ. 1. αρχή 2. εισαγωγή … Dictionary of Greek
ενλάκκιος — ἐνλάκκιος, ον (Μ) [λάκκος] (για σφραγίδα) αυτός που έχει σε εισοχή την παράσταση, σε αντίθεση με την ανάγλυφη, την προεξέχουσα … Dictionary of Greek
εἰσοχάς — εἰσοχά̱ς , εἰσοχή hollow fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)