1 εισορμιζομαι
(εἰσορμισθέντες ἕνεκα χειμῶνος Xen.)
(εἰς τὸν ποταμόν Plut.)
Древнегреческо-русский словарь > εισορμιζομαι
2 εισορμίζω
εισορμίζομαι — входить в порт, в гавань; — бросать якорь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εισορμίζω