-
1 εἰσκυλίνδω
A roll into,[νήσους] ὤχλισσε καὶ εἰσεκύλισε θαιάσσῃ Call.Del.33
: Com., εἰς οἷ' ἐμαυτὸν εἰσεκύλισα πράγματα what trouble I' ve rolled myself into, Ar.Th. 651.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰσκυλίνδω
См. также в других словарях:
εισκυλίνδω — εἰσκυλίνδω και εἰσκυλίω (Α) 1. κυλίω μέσα 2. περιπλέκομαι … Dictionary of Greek
κυλίνδω — και κυλινδῶ, έω (AM) 1. κινώ ή κυλώ κάτι («Βορέης αἰθρηγενέτης, μέγα κῡμα κυλίνδων», Ομ. Οδ.) 2. μεταφέρω, φέρνω («κυλίνδετ εἴσω τόνδε τὸν δυσδαίμονα», Αριστοφ.) 3. μτφ. ανακινώ στη σκέψη μου («φθονερή δ ἄλλος ἀνήρ βλέπων γνώμαν κενεάν σκότῳ… … Dictionary of Greek