-
1 εισκαταβαινω
ион. ἐσκαταβαίνω сходить, спускаться, тж. входить(ὄρχατον Hom.; δόμον τινός Her.)
-
2 εσκαταβαινω
См. также в других словарях:
εισκαταβαίνω — εἰσκαταβαίνω (Α) κατεβαίνω μέσα σε κάτι … Dictionary of Greek
ἐσκαταβαίνει — εἰσκαταβαίνω go down into pres ind mp 2nd sg εἰσκαταβαίνω go down into pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσκαταβαίνων — εἰσκαταβαίνω go down into pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσκατέβαινε — εἰσκαταβαίνω go down into imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσκατέβαινεν — εἰσκαταβαίνω go down into imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)