-
1 εισελκυω
См. также в других словарях:
εισέλκω — εἰσέλκω και εἰσελκύω (AM) 1. σύρω μέσα 2. ρουφώ, καταπίνω (ιδίως κρασί) … Dictionary of Greek
1 εισελκυω
εισέλκω — εἰσέλκω και εἰσελκύω (AM) 1. σύρω μέσα 2. ρουφώ, καταπίνω (ιδίως κρασί) … Dictionary of Greek