1 εισεγγιζω
(τοῖς πολεμίοις Polyb. - v. l. ἐγγίζω)
Древнегреческо-русский словарь > εισεγγιζω
εισεγγίζω — εἰσεγγίζω (Α) πλησιάζω … Dictionary of Greek