-
1 εἰσδίδωμι
εἰσδίδωμι, intr., of rivers,A flow into, ἐς.. dub. l. in Hdt.4.49, 50.II handin a report or memorandum, εἰ. περί τινος Aristeas 28, prob. in J.AJ12.2.3:—[voice] Pass.,τὸ εἰσδοθέν PTeb.72.462
(ii B.C.); also of a question, to be brought up for discussion,ἐν ἀγάρρει IG14.759.12
.2 send in the name of a person liable to service or taxation, BGU619.8 (ii A.D.),1198.16(i A.D.), etc.3 payin, PPetr. 2p.31 (iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰσδίδωμι
-
2 εισδίδου
εἰσδίδωμιflow into: pres imperat act 2nd sgεἰσδίδωμιflow into: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)εἰσδίδωμιflow into: imperf ind act 3rd sg (epic) -
3 εἰσδίδου
εἰσδίδωμιflow into: pres imperat act 2nd sgεἰσδίδωμιflow into: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)εἰσδίδωμιflow into: imperf ind act 3rd sg (epic) -
4 άσδων
ἔσδων, εἰσδίδωμιflow into: aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic)ἔσδων, εἰσδίδωμιflow into: aor ind act 1st sg (epic) -
5 ἄσδων
ἔσδων, εἰσδίδωμιflow into: aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic)ἔσδων, εἰσδίδωμιflow into: aor ind act 1st sg (epic) -
6 εισδεδωκώς
-
7 εἰσδεδωκώς
-
8 εισδοθέντος
-
9 εἰσδοθέντος
-
10 εισδούναι
-
11 εἰσδοῦναι
-
12 εισδίδωσιν
-
13 εἰσδίδωσιν
-
14 ενεισδιδούσης
-
15 ἐνεισδιδούσης
-
16 εσδιδόναι
-
17 ἐσδιδόναι
-
18 εσδίδωσιν
-
19 ἐσδίδωσιν
См. также в других словарях:
εισδίδωμι — εἰσδίδωμι (Α) 1. (για ποτάμια) εκβάλλω 2. δίνω έκθεση ή υπόμνημα 3. (για ζήτημα) φέρομαι για συζήτηση 4. προτείνω κατάλληλο πρόσωπο για κάποιο έργο 5. δίνω πληροφορίες εναντίον κάποιου 6. πληροφορώ, ειδοποιώ 7. πληρώνω … Dictionary of Greek
εἰσδίδου — εἰσδίδωμι flow into pres imperat act 2nd sg εἰσδίδωμι flow into imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) εἰσδίδωμι flow into imperf ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσδεδωκώς — εἰσδίδωμι flow into perf part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσδοθέντος — εἰσδίδωμι flow into aor part pass masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσδοῦναι — εἰσδίδωμι flow into aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσδίδωσιν — εἰσδίδωμι flow into pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσδιδόναι — εἰσδίδωμι flow into pres inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσδίδωσιν — εἰσδίδωμι flow into pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
.άσδων — ἔσδων , εἰσδίδωμι flow into aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἔσδων , εἰσδίδωμι flow into aor ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… … Dictionary of Greek
συνεισδίδωμι — Α 1. επιτρέπω, παραχωρώ κάτι μαζί με κάτι άλλο 2. επιδίδω συγχρόνως στον δικαστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εἰσδίδωμι «προτείνω, πληροφορώ, ειδοποιώ»] … Dictionary of Greek