-
1 εἰσδέρκομαι
A look at or upon,νῆσον ἐσέδρακον ὀφθαλμοῖσιν Od.9.146
;ἐσέδρακον ἄντην Il.24.223
; τί μ' εἰσδέδορκεν; E.El. 558, cf. Andr. 615.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰσδέρκομαι
-
2 εσδέδορκ'
ἐσδέδορκα, εἰσδέρκομαιlook at: perf ind act 1st sgἐσδέδορκε, εἰσδέρκομαιlook at: perf imperat act 2nd sgἐσδέδορκε, εἰσδέρκομαιlook at: perf ind act 3rd sg -
3 ἐσδέδορκ'
ἐσδέδορκα, εἰσδέρκομαιlook at: perf ind act 1st sgἐσδέδορκε, εἰσδέρκομαιlook at: perf imperat act 2nd sgἐσδέδορκε, εἰσδέρκομαιlook at: perf ind act 3rd sg -
4 εισέδρακεν
-
5 εἰσέδρακεν
-
6 εισέδρακον
-
7 εἰσέδρακον
-
8 εσδέδορκεν
εἰσδέρκομαιlook at: perf ind act 3rd sgεἰσδέρκομαιlook at: plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) -
9 ἐσδέδορκεν
εἰσδέρκομαιlook at: perf ind act 3rd sgεἰσδέρκομαιlook at: plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) -
10 εσέδρακεν
-
11 ἐσέδρακεν
-
12 εσέδρακον
-
13 ἐσέδρακον
-
14 εισεδέρκετο
-
15 εἰσεδέρκετο
-
16 εσέδρακε
-
17 ἐσέδρακε
-
18 εσέδρακες
-
19 ἐσέδρακες
-
20 ἐσέδρακον
ἐσέδρακον: see εἰσδέρκομαι.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐσέδρακον
См. также в других словарях:
εισδέρκομαι — εἰσδέρκομαι και ἐσδέρκομαι (Α) βλέπω, παρατηρώ … Dictionary of Greek
εἰσέδρακεν — εἰσδέρκομαι look at aor ind act 3rd sg εἰσδέρκομαι look at aor ind pass 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσέδρακον — εἰσδέρκομαι look at aor ind act 3rd pl εἰσδέρκομαι look at aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσδέδορκεν — εἰσδέρκομαι look at perf ind act 3rd sg εἰσδέρκομαι look at plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσέδρακεν — εἰσδέρκομαι look at aor ind act 3rd sg εἰσδέρκομαι look at aor ind pass 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσέδρακον — εἰσδέρκομαι look at aor ind act 3rd pl εἰσδέρκομαι look at aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσεδέρκετο — εἰσδέρκομαι look at imperf ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσέδρακε — εἰσδέρκομαι look at aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσέδρακες — εἰσδέρκομαι look at aor ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσδέδορκ' — ἐσδέδορκα , εἰσδέρκομαι look at perf ind act 1st sg ἐσδέδορκε , εἰσδέρκομαι look at perf imperat act 2nd sg ἐσδέδορκε , εἰσδέρκομαι look at perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέρκομαι — και δερκιάομαι (Α) 1. βλέπω καθαρά 2. βλέπω, παρατηρώ κάποιον ή κάτι («...δερκομένοισι Τρῶας» ενώ παρατηρούσαν τους Τρώες) 3. διακρίνω, αισθάνομαι («κτύπον δέδορκα») 4. (για την Τύχη) προσβλέπω με εύνοια, ρίχνω ευνοϊκή ματιά 5. (για το φως)… … Dictionary of Greek