-
1 εἰσγίγνομαι
A arrive, PGiss.69.17; dub. in Aeschin.Ep.11.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰσγίγνομαι
См. также в других словарях:
εισγίγνομαι — εἰσγίγνομαι (Α) φθάνω … Dictionary of Greek
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek