1 εισαυγαζω
(εἶδός τι Anth.)
Древнегреческо-русский словарь > εισαυγαζω
εισαυγάζω — εἰσαυγάζω (Α) εισβλέπω … Dictionary of Greek
ἐσαυγάζων — εἰσαυγάζω look at pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)