-
1 εισαρασσω
ион. ἐσαράσσω отгонять, отбрасывать, оттеснять(τέν ἵππον, τοὺς πολεμίους ἐς τὰς νέας Her.)
-
2 εἰσαράσσω
A dash or force into, τὴν ἵππον ἐς. drive the enemy's horse in upon his foot, Hdt.4.128, cf. D.C.51.26 ;σφέας ἐς τὰς νέας Id.5.116
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰσαράσσω
-
3 εισερράγη
-
4 εἰσερράγη
-
5 εισήραξεν
-
6 εἰσήραξεν
-
7 εσαραχθήναι
-
8 ἐσαραχθῆναι
-
9 εσαράξαντες
-
10 ἐσαράξαντες
-
11 εσήραξαν
-
12 ἐσήραξαν
-
13 εσήραξε
-
14 ἐσήραξε
См. также в других словарях:
εισαράσσω — εἰσαράσσω (Α) ρίχνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο ώστε να συγκρουστούν («εἰσαράσσειν σφέας εἰς τὰς νέας») … Dictionary of Greek
εἰσερράγη — εἰσαράσσω dash aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσήραξεν — εἰσαράσσω dash aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσαραχθῆναι — εἰσαράσσω dash aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσαράξαντες — εἰσαράσσω dash aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσήραξαν — εἰσαράσσω dash aor ind act 3rd pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσήραξε — εἰσαράσσω dash aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)