-
1 εισαγωγικος
-
2 εισαγωγικός
εισαγωγικός οмонах-послушникΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > εισαγωγικός
-
3 εισαγωγικός
η, ό[ν]1) вводящий; вступительный, вводный, предварительный;εισαγωγικές εξετάσεις — вступительные экзамены;
εισαγωγικό μάθημα — вводное занятие;
εισαγωγικός λόγος — или εισαγωγική ομιλία — вступительное слово;
2) ввозной, импортный;εισαγωγικό εμπόριο — импорт;
εισαγωγικός δασμός — или εισαγωγικά τέλη — ввозная пошлина
-
4 εισαγωγικός
[исагогикос] εκ вводный, вступительный. -
5 δασμός
ο1) налог; 2) пошлина;εισαγωγικός δασμός — ввозная пошлина
См. также в других словарях:
εἰσαγωγικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εισαγωγικός — ή, ό (AM εἰσαγωγικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εισαγωγή νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εισαγωγικά σημείο στίξης που δηλώνει ότι πρόκειται για αυτολεξεί μεταφορά λόγων άλλου ή για παράδειγμα 2. φρ. α) «εισαγωγικές… … Dictionary of Greek
εισαγωγικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην εισαγωγή, που γίνεται ή χρησιμεύει για εισαγωγή: Εισαγωγικές εξετάσεις. – Εισαγωγικό μάθημα στη φιλοσοφία. 2. που έχει σχέση με την εμπορική εισαγωγή: Εισαγωγικός δασμός. 3. το ουδ. πληθ. ως ουσ.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἰσαγωγικά — εἰσαγωγικός of neut nom/voc/acc pl εἰσαγωγικά̱ , εἰσαγωγικός of fem nom/voc/acc dual εἰσαγωγικά̱ , εἰσαγωγικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγωγικώτερον — εἰσαγωγικός of adverbial comp εἰσαγωγικός of masc acc comp sg εἰσαγωγικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγωγικῶν — εἰσαγωγικός of fem gen pl εἰσαγωγικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγωγικόν — εἰσαγωγικός of masc acc sg εἰσαγωγικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγωγικαῖς — εἰσαγωγικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγωγικαί — εἰσαγωγικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγωγικοῖς — εἰσαγωγικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγωγικοί — εἰσαγωγικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)