-
1 εἰς-φρέω
εἰς-φρέω (mit εἰςφέρω verwandt? B. A. 244 erkl. εἰςφρήσειν = εἰςφορήσειν καὶ εἰςδέξασϑαι), hinein-, zulassen; εἰςφρήσω Ar. Vesp. 892; εἰςέφρουν τὸ στράτευμα Dem. 20, 53; aber εἰςέφρησαν εἰς τὴν πόλιν Pol. 22, 10, 7 ist intr., hineingehen, wie Alciphr. 3, 53. – Med., zu sich einlassen, εἴσω μελάϑρων κομψὰ ἔπη οὐκ εἰςεφρούμην Eur. Tr. 647; εἰςφρήσεσϑαι Dem. 8, 15. Nach den Gramm. im imperat. εἴςφρες.
-
2 συν-εις-φρέω
συν-εις-φρέω (s. φρέω), mit hineinlassen (?).
-
3 παρ-εις-φρέω
παρ-εις-φρέω, eindringen, Sp.
-
4 ἐπ-εις-φρέω
ἐπ-εις-φρέω, noch dazu hineinlassen, τινά τινι, in Etwas, Eur. El. 1033 Alc. 1059 Herc. Fur. 1267 u. 80. Bei Sui 4. auch intrans., noch dazu hineingehen.
-
5 δια-φρέω
δια-φρέω (vgl. εἰς-φρέω), durchlassen; κνίσσαν διὰ τῆς πόλεως οὐ διαφρήσετε Ar. Av. 193; auch Thuc. 7, 32 v. 1. für διαφήσουσι.
-
6 εἰςφρέω
εἰς-φρέω, hinein-, zulassen; aber εἰςέφρησαν εἰς τὴν πόλιν ist intr., hineingehen; zu sich einlassen -
7 διαφρέω
-
8 ἐπειςφρέω
ἐπ-εις-φρέω, noch dazu hineinlassen, τινά τινι, in etwas; intrans., noch dazu hineingehen -
9 παρειςφρέω
-
10 συνειςφρέω
См. также в других словарях:
φρέω — Α (μόνον σύνθ. με τις προθέσεις εἰς, ἐκ, διά) άγω, οδηγώ, φέρω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πίφρημι] … Dictionary of Greek
πίφρημι — Α (αμάρτυρος τ. ενεστ.) 1. (μτβ.) εισάγω ή εξάγω κάτι 2. (αμτβ.) εισέρχομαι ή εξέρχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. απαντά συνήθως στον αόρ. και μέλλ., σπανίως στον ενεστ. (πρβλ. απρμφ. πιφράναι, ἐσ πιφράναι) και πάντοτε σύνθ. με προθέσεις: εἰς, ἐκ, διά, ἀπὸ … Dictionary of Greek