-
1 εἰς-ομόργνυμαι
εἰς-ομόργνυμαι, hinein-, abdrücken, Chaerem. bei Ath. XIII, 608 c εἰς ὑφάσματα εἴδωλον.
-
2 εἰςομόργνυμαι
εἰς-ομόργνυμαι, hinein-, abdrücken
1 εἰς-ομόργνυμαι
εἰς-ομόργνυμαι, hinein-, abdrücken, Chaerem. bei Ath. XIII, 608 c εἰς ὑφάσματα εἴδωλον.
2 εἰςομόργνυμαι