Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

εἰς-οικίζω

См. также в других словарях:

  • οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… …   Dictionary of Greek

  • διοικίζω — (Α) [οικίζω] 1. αναγκάζω κάποιους να ζουν χωριστά, διασκορπίζω, μετοικίζω 2. παθ. διασκορπίζομαι 3. μέσ. μετοικώ («ὅταν ἐκ Κολλυτοῡ διῳκίζεται εἰς τὴν Φαίδρου οἰκίαν») 4. μέσ. απομακρύνομαι, αποχωρίζομαι από κάποιον 5. (για πλούσιους και φτωχούς) …   Dictionary of Greek

  • κατοικίζω — (ΑΜ κατοικίζω) 1. στέλνω κάποιον να κατοικήσει κάπου («γυναῑκας εἰς φῶς ἡλίου κατῴκισας», Ευρ.) 2. ιδρύω αποικία σε μια χώρα, αποικίζω («ἁπάσας δὲ τὰς νήσους κατῴκισαν», Ισοκρ.) μσν. 1. (ενεργ. και μέσ.) μένω, διαμένω, κατοικώ 2. στρατοπεδεύω αρχ …   Dictionary of Greek

  • μετακτίζω — (ΑM) μσν. 1. ξαναχτίζω 2. οικίζω ξανά αρχ. μεταφέρω αποικία, μετοικίζω («Πισιδῶν οἰκισάντων καὶ μετακτισάντων εἰς ἕτερον τόπον εὐερκέστατον», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»