-
1 καταρασσω
атт. κατᾰράττω1) отбрасывать, прогонять(τινὰ ἐς τὸν Κιθαιρῶνα Her.; τὸ στράτευμα κατηράχθη ἐς τὰ τειχίσματα Thuc.)
2) низвергать, бросать(τινὰ εἰς τέν θάλατταν Dem.; κ. ἑαυτὸν εἰς τέν κεφαλήν τινος Arst.)
3) перен. разбивать, разрушать(τὰ βουλεύματα Luc.)
4) ( о воде) низвергаться, с шумом падать(εἰς τοὺς πλαταμῶνας Polyb.; εἰς τὸ χάσμα Diod.; ὄμβροι καταράσσουσι Arst.)
-
2 προσαρασσω
атт. προσᾰράττω ударять, швырять(τὸ σκάφος τῷ αἰγιαλῷ Luc.; τὰς ναῦς σκοπέλοις Plut.)
π. τὰς θύρας (τινί) и π. τέν θύραν εἰς τὸ μέτωπον Luc. — захлопнуть дверь перед чьим-л. носом -
3 ρασσω
См. также в других словарях:
ἐσκαταρραγέντα — εἰς , κατά ἀράσσω smite aor part pass neut nom/voc/acc pl εἰς , κατά ἀράσσω smite aor part pass masc acc sg εἰς , κατά ῥάσσω strike aor part pass neut nom/voc/acc pl εἰς , κατά ῥάσσω strike aor part pass masc acc sg εἰσ καταρράσσω aor part pass… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταράσσω — (AM, Α αττ. τ. καταράττω) μσν. αράζω αρχ. 1. σπάζω σε πολλά κομμάτια, κατασυντρίβω («ὁ παῑς ἐμπεσὼν κατήραξε τὴν κύλικα», Ιππών.) 2. καταβάλλω, κατανικώ («κατήραξε δ εἰς θάλατταν ἅπαντας», Δημοσθ.) 3. διαταράσσω («διασείειν καὶ καταράσσειν τὰ… … Dictionary of Greek
ράσσω — και αττ. τ. ῥάττω και ιων. τ. ῥήσσω Α 1. χτυπώ κάποιον, τόν ρίχνω κάτω βίαια χτυπώντας και σπρώχνοντας τον («ὑποσκελίσαντες καὶ ῥάξαντες εἰς τὸν βόρβορον, οὕτω διέθηκαν ἐναλλόμενοι καὶ ὑβρίζοντες», Δημοσθ.) 2. πατάσσω, τιμωρώ αυστηρά («ῥαξει ὁ… … Dictionary of Greek
προσαράζω — προσαράσσω ΝΜΑ, και αττ. τ. προσαράττω Α [αράζω / ἀράσσω] (για πλοίο) προσκρούω ή κάθομαι επάνω σε ύφαλο ή αβαθή και συνήθως αμμώδη βυθό («προσαράξας τὸ σκάφος τῷ αἰγιαλῷ διέλυσεν», Λουκ.) μσν. αρχ. ωθώ ή ρίχνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο με ορμή αρχ … Dictionary of Greek