-
1 εἰς-αλείφω
εἰς-αλείφω, einsalben, ἔλαιον εἴς τι, Hippocr
-
2 ὑπ-αλείφω
ὑπ-αλείφω (s. ἀλείφω), von unten her oder von unten herauf mit Salbe bestreichen, übh. einschmieren, einsalben; ὑπαλειφϑὲν ἔλαιον, Arist. probl. 38, 3; τὼ ὀφϑαλμώ, Ar. Ach. 1069. – Med. sich salben; Ar. Pax 863; τὸ φάρμακον, Plat. Lach. 185 c; bes. εἰς ἱμάτιον ὑπαλείφεσϑαι, sich salben, indem man die Kleider anbehält; – τοὺς ὀφϑαλμοὺς ὑπαλείφεσϑαι, sich unter den Augen bemalen, schminken, Xen. Oec. 10, 5; – com. b. Plut. Pomp. 53, als Vorbereitung zum Kampf, ἅτερος πρὸς τὸν ἕτερον ὑπαλείφεται.
-
3 εἰςαλείφω
-
4 ὑπαλείφω
ὑπ-αλείφω, von unten her oder von unten herauf mit Salbe bestreichen, übh. einschmieren, einsalben; sich salben; bes. εἰς ἱμάτιον ὑπαλείφεσϑαι, sich salben, indem man die Kleider anbehält; τοὺς ὀφϑαλμοὺς ὑπαλείφεσϑαι, sich unter den Augen bemalen, schminken; als Vorbereitung zum Kampf
См. также в других словарях:
χρίω — ΝΜΑ, και χρίζω Ν 1. αλείφω, επαλείφω, επιχρίω 2. εκκλ. (για ιερέα) αλείφω τον νεοφώτιστο με άγιο μύρο αμέσως μετά την τέλεση τού μυστηρίου τού βαπτίσματος 3. (για ιεράρχη) αναγορεύω ηγεμόνα, αλείφοντάς τον με μύρο, κατά την τελετή τής στέψης (α.… … Dictionary of Greek
Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
βάφω — και βάφτω (AM βάπτω) 1. εμβαπτίζω, βυθίζω κάτι σε νερό ή άλλο υγρό (α. «έβαψα το ψωμί μου στο λάδι» β. «βάπτω εἰς ὕδωρ» γ.»βάπτω τἄρια θερμῷ» βυθίζω τα μαλλιά σε ζεστό νερό) 2. (για σιδερένιο ή άλλα εργαλείο) σκληρύνω, στομώνω («βάφω το σκεπάρνι» … Dictionary of Greek
κλύζω — (AM κλύζω) 1. καλύπτω με νερά, πλημμυρίζω («ἔνθ ἐμὲ μὲν μέγα κῡμα... κλύσσει», Υμν. Απόλλ.) 2. ξεπλένω με άφθονο νερό ή άλλο υγρό, καθαρίζω (α. «θάλασσα κλύζει πάντα ἀνθρώπων κακά», Ευρ. β. «κλύζουσι φαρμάκῳ χολήν», Σοφ.) 3. χύνω υγρό με κλυστήρα … Dictionary of Greek
μιαίνω — (ΑΜ μιαίνω) 1. (ιδίως με αίμα) κηλιδώνω, λερώνω, βρομίζω (α. «μίανε τα χέρια του με το αίμα τού δολοφονημένου» β. «τοὺς τῶν θεών βωμοὺς αἵματι μιαίνειν», Πλάτ.) 2. μτφ. ρυπαίνω, σπιλώνω, μολύνω κάποιον ηθικά («εὔφημον ἦμαρ οὐ πρέπει κακαγγέλῳ… … Dictionary of Greek
μυρίζω — (ΑΜ μυρίζω και Α ποιητ. τ. σμυρίζω) [μύρον] αλείφω κάποιον ή κάτι με μύρο (α. «μύρισαν το μωρό» β. «προέλαβε μυρίσαι μου τὸ σώμα εἰς τὸν ἐνταφιασμόν», ΚΔ) νεοελλ. 1. μτφ. α) φανερώνω την προέλευσή μου, την καταγωγή μου β) καθιστώ κάτι φανερό,… … Dictionary of Greek
ΠΡΟΛΟΓΟΣ — Ο στόχος της εργασίας αυτής είναι να αποδοθούν τα κυριότερα χαρακτηριστικά της κλίσης των 4.500 βασικών ρημάτων της κοινής νεοελληνικής (χωρίς διαλεκτικά στοιχεία). Η ιδιαιτερότητα (και η χρησιμότητα) της εργασίας έγκειται, πιστεύουμε,… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής