-
1 εἰς-ακοντίζω
εἰς-ακοντίζω, wohinein, auf Etwas (den Wurfspieß) schleudern; absol., Her. 1, 43; Thuc. 2, 79, öfter; auch εἴς τινα, 3, 23; ἀπὸ τοῦ Πηγάσου τὴν χίμαιραν εἰςηκοντικώς Epinic. Ath. XI, 497 h. Uebertr., αἵματος ἀποῤῥοαὶ ἐς οἶδμ' ἐςηκόντιζον οὕρια ξένῳ Eur. Hel. 1588.
-
2 εἰςακοντίζω
εἰς-ακοντίζω, wohinein, auf etwas (den Wurfspieß) schleudern
См. также в других словарях:
ακοντίζω — (Α ἀκοντίζω) 1. ρίχνω το ακόντιο, εξακοντίζω «ἀκοντίζων τὸν ὗν τοῡ μὲν ἁμαρτάνει, τυγχάνει δὲ τοῡ Κροίσου παιδὸς» (Ηρόδ.) 2. χτυπώ με το ακόντιο «ὲς πλευρὰ καὶ πρὸς ἧπαρ ἠκοντίζετο» (Ευρ.) νεοελλ. 1. χτυπώ, λαβώνω με τη ματιά «και την καρδιά μου… … Dictionary of Greek
εφίημι — (Α ἐφίημι και ιων. τύπος ἐπίημι) νεοελλ. (μόνο το μέσ.) εφίεμαι επιθυμώ θέλω, ποθώ, κατέχομαι από επιθυμία μσν. αρχ. μέσ. ἐφίεμαι αποβλέπω σε κάτι αρχ. 1. στέλνω σε κάποιον 2. παρακινώ, παροτρύνω, παρορμώ σε κάτι 3. (για πράγματα και ειδ. για το… … Dictionary of Greek