-
41 εἰςαφικνέομαι
εἰς - αφ - ικνέομαι, aor. opt. - ίκοιτο, subj. -ίκηαι, -ίκηται, inf. - κέσθαι: arrive at, reach.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > εἰςαφικνέομαι
-
42 εἰςβαίνω
εἰς-βαίνω, ἐσβαίνω, aor. 2 opt. ἐσβαίη, part. ἐσβάντες: enter, esp. go on board ship, embark.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > εἰςβαίνω
-
43 ἐσβαίνω
εἰς-βαίνω, ἐσβαίνω, aor. 2 opt. ἐσβαίη, part. ἐσβάντες: enter, esp. go on board ship, embark.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐσβαίνω
-
44 εἰςδέρκομαι
εἰς - δέρκομαι, aor. ἐσέδρακον: look at, discern.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > εἰςδέρκομαι
-
45 εἰςδύομαι
εἰς-δύομαι, fut. ἐσδύσεαι: enter into, to take part in, ἀκοντιστύν, Il. 23.622†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > εἰςδύομαι
-
46 εἴςειμι
εἴς-ειμι ( εἶμι): go into, enter; μετ' ἆνέρας, ‘among the men,’ Il. 18.184; w. acc., οὐδ' Ἀχιλῆος | ὀφθαλμοὺς εἴσειμι, ‘into his sight,’ Il. 24.463.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > εἴςειμι
-
47 εἰςελαύνω
εἰς - ελαύνω, εἰσελάω, part. - άων, aor. 3 pl. εἰσέλασαν, part. εἰσελάσαντες: drive in; of a ship, run or row in.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > εἰςελαύνω
-
48 εἰσελάω
εἰς - ελαύνω, εἰσελάω, part. - άων, aor. 3 pl. εἰσέλασαν, part. εἰσελάσαντες: drive in; of a ship, run or row in.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > εἰσελάω
-
49 εἰςερύω
εἰς - ερύω, aor. part. εἰσερύσαντες: drag into, νῆα σπέος, Od. 12.317†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > εἰςερύω
-
50 εἰςέρχομαι
εἰς-έρχομαι, fut. ἐσελεύσομαι, aor. 2 εἰσῆλθον, ἐσήλυθον: come or go into, enter; metaph., μένος ἄνδρας εἰσέρχεται, πείνη δῆμον, Od. 15.407.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > εἰςέρχομαι
-
51 εἰςθρώσκω
εἰς-θρώσκω, aor. 2 ἔσθορε: spring in. (Il.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > εἰςθρώσκω
-
52 εἰςίζομαι
εἰς-ίζομαι, subj. ἐσίζηται: place oneself in an ambuscade, Il. 13.285†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > εἰςίζομαι
-
53 εἰςίημι
εἰς-ίημι: only mid. pres. part. εἰσῖέμεναι, seeking to enter, Od. 22.470†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > εἰςίημι
-
54 εἰςίθμη
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > εἰςίθμη
-
55 εἰςκαταβαίνω
εἰς - κατα - βαίνω, part. ἐσκαταβαίνων: go down into, ὄρχατον, Od. 24.222†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > εἰςκαταβαίνω
-
56 εἰςμαίομαι
εἰς - μαίομαι: only aor. (metaph.), θανὼν μάλα με ἐσμάσσατο θῦμόν, ‘searched into,’ i. e. carried grief to my heart, Il. 17.564 and Il. 20.425.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > εἰςμαίομαι
-
57 εἰςνοέω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > εἰςνοέω
-
58 εἴςοδος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > εἴςοδος
-
59 εἰςοιχνέω
εἰς - οιχνέω ( οἴχομαι), 3 pl. - εῦσι, part. - εῦσαν: enter. (Od.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > εἰςοιχνέω
-
60 εἰςοράω
εἰς - οράω, εἰσορόωσι, opt. - ορόῳτε, part. - ορόων and - ῶν, aor. εἰσεῖδον, ἔσιδον, iter. ἐσίδεσκεν, fut. ἐσόψομαι: look upon, behold, act. and mid.; the part. is often added to verbs by way of amplification, σέβας μ' ἔχει εἰσορόωντα, Od. 6.161; so the inf. epexegetically, ὀξύτατον πέλεται φάος εἰσοράασθαι, Il. 14.345.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > εἰςοράω
См. также в других словарях:
.εις — εἰς , εἰς into proclitic indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
.εῖς — εἷς , εἷς sem masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰς — into proclitic indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴς — εἰς into proclitic indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἷς — sem masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εις — (I) και εισέ και σε και σ( ) προ φωνήεντος ή τών πλαγίων πτώσεων τού άρθρου (AM εἰς και ές) πρόθ. που δηλώνει: 1. μέσα («..χύνονται στη θάλασσα», «οἵ τ εἰς ἅλαδε προρρέουσιν») 2. κίνηση προς, σε τόπο («πήγες εις το Μεσολόγγι», «εἰσέβαλε... ἐς… … Dictionary of Greek
εἶς — εἶμι ibo pres ind act 2nd sg (epic ionic) εἰμί sum pres ind act 2nd sg (ionic) εἰς into proclitic indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εἰς τέφραν γράφειν. — εἰς τέφραν γράφειν. См. Это надо в трубе мелком записать … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Εἰς τὴν αὐτοῦ κεφαλήν. — εἰς τὴν αὐτοῦ κεφαλήν. См. На чью либо голову … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
εἵς — ἵημι Ja c io aor part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εῖς — εἶμι ibo pres ind act 2nd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)