-
1 ειρωνεια
ἥ притворное незнание, притворное самоуничижение, ирония ( о сократовском диалектическом методе) Plat., Plut.ἡ προσποίησις ἥ μὲν ἐπὴ τὸ μεῖζον ἀλαζονεία, ἥ δ΄ ἐπὴ τὸ ἔλαττον εἰ. Arst. — притворство, сопряженное с преувеличением, есть хвастовство, сопряженное же с умалением - ирония;
πᾶσαν ἀφεὴς τέν εἰρωνείαν Dem. — отбросив всякие увертки -
2 ειρωνεία
η ирония; насмешка;ειρωνεία της τύχης — ирония судьбы
-
3 ειρωνεία
[ирониа] ουσ θ ирония. -
4 ειρωνικον
-
5 εθω
(только part. praes. ἔθων, pf. 2 εἴωθα - ион. ἔωθα, ppf. εἰώθειν - ион. ἐώθεα) иметь привычку, иметь обыкновениеοὐκ εἰωθότες ταλαιπορεῖν Thuc. — не привыкшие к тяготам;ἥ εἰωθυῖα εἰρωνεία Σωκράτους Plat. — обычная ирония Сократа;τὸ εἰωθός Thuc., Arst. — обычай, обыкновение;ἥ εἰωθυῖα διάλεκτος Arst. — обиходный язык; -
6 ελαφρός
η, ό [ά, όν ]1) лёгкий, нетяжёлый;ελαφρό επανωφόρι — лёгкая одежда;
ελαφρή κουβέρτα — лёгкое одеяло;
ελαφρό πρόγευμα — лёгкий завтрак;
ελαφρή τροφή — лёгкая пища (удобоваримая);
ελαφρός σαν πούπουλο — лёгкий как пух;
βαδίζω με ελαφρό βήμα — ходить лёгкой походкой;
2) лёгкий, нетрудный;ελαφρή εργασία — лёгкая работа;
ελαφρός πόνος — лёгкая боль;
ελαφρό ανάγνωσμα — лёгкое чтение;
3) лёгкий, незначительный, небольшой; слабый;ελαφρά ποινή — лёгкое наказание;
ελαφρή επίπληξη — лёгкий упрёк;
ελαφρός υπαινιγμός — лёгкий намёк;
ελαφρά ειρωνεία — лёгкая ирония;
ελαφρά τρικυμία — лёгкий шторм;
ελαφρό κύμα — небольшая волна;
ελαφρός πυρετός — небольшая температура; — небольшой жар;
ελαφρός χειμώνας — мягкая зима;
4) лёгкий, несерьёзный; легкомысленный, поверхностный, пустой (тж. о человеке);ελαφρ(ι)ά μουσική — лёгкая музыка;
ελαφρό θέατρο — театр лёгкого жанра; — эстрадный театр;
ελαφρή φιλολογία — легковесная, малосодержательная литерату-
ра;5) глупый, неразумный;είναι λίγο ελαφρός — он немного придурковат;
6) лёгкий, слабый, некрепкий;ελαφρός καφές — некрепкий кофе;
ελαφρός καπνός — лёгкий табак;
ελαφρό κρασί — лёгкое вино;
ελαφρά αρώματα — слабые духи;
ελαφρό νερό — послабляющая вода, води, способствующая пищеварению;
7) лёгкий, чуткий (о сне);8) лёгкий, быстрый, проворный; 9) воен, малый;στόλος — москитный флот;ελαφρά πλοία — малые корабли;
§ ελαφρά βιομηχανία — лёгкая промышленность;
με ελαφρή συνείδηση — бессознательно;
ελαφρά τη καρδία — с лёгким сердцем, без раздумья;
γαίαν εχεις ελαφραν — пусть земля будет тебе пухом
-
7 λεπτός
η, ό[ν]1) тонкий, не толстый;λεπτόν ΰφασμα — тонкая ткань;
λεπτός λαιμός — тонкая шея;
λεπτή μέση — тонкая талия;
λεπτά δάκτυλα — тонкие пальцы;
λεπτό το σώμα — тонкое, стройное тело;
λεπτό στρώμα — тонкий слой;
λεπτή ζάχαρη — мелкий сахар;
2) перен. тонкий, изысканный, утончённый; изощрённый;λεπτа χαρακτηριστικά — тонкие черты (лица);
λεπτή μυρωδιά — тонкий запах;
λεπτό άρωμα — тонкий аромат;
λεπτή γεύση — нежный (на) вкус (о продукте);
λεπτή όσφρηση — тонкое обоняние;
λεπτο γούστο — хороший, тонкий вкус;
υπαινιγμός — тонкий намёк;λεπτή ειρωνεία — тонкая насмешка;
λεπτό χιούμορ (πνεύμα) — тонкий юмор (ум);
λεπτή δουλειά — тонкая работа;
λεπτό πράγμα — изящная вещь;
λεπτές διαφορές — тонкие различия;
3) нежный, хрупкий, слабый;λεπτόν άνθος — нежный цветок;
λεπτό ποτήρι — хрупкий стакан;
λεπτο παιδί — хрупкий, слабый ребёнок;
λεπτο στομάχι — нежный желудок;
4) тонкий, нежный; сладкозвучный;5) тактичный, деликатный;λεπτός ανθρωπος — деликатный человек;
άνθρωπος λεπτός στούς τρόπους — человек с тонкими манерами;
6) тощий, неплодородный (о земле);§ λεπτό ζήτημα — деликатный вопрос;
λεπτόν έντερον анат. — тонкая кишка
См. также в других словарях:
εἰρωνεία — εἰρωνείᾱ , εἰρωνεία dissimulation fem nom/voc/acc dual εἰρωνείᾱ , εἰρωνεία dissimulation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρωνείᾳ — εἰρωνείᾱͅ , εἰρωνεία dissimulation fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ειρωνεία — η (AM εἰρωνεία) λεπτός εμπαιγμός τών ελαττωμάτων, τής συμπεριφοράς ή τών λόγων τών άλλων νεοελλ. φρ. 1. «ειρωνεία τής τύχης» η απροσδόκητη αλλαγή προς το χειρότερο τής τύχης που φαινόταν ευνοϊκή 2. «σωκρατική ειρωνεία» η φιλοσοφική, παιδευτική… … Dictionary of Greek
ειρωνεία — η 1. σαρκασμός, χλευασμός, κοροϊδία, πείραγμα. 2. το να λέει κανείς το αντίθετο από εκείνο που πιστεύει, έτσι ώστε να φαίνεται η κοροϊδευτική του πρόθεση. 3. (φιλοσ.), προσποίηση άγνοιας του θέματος, που αποσκοπεί στη σύγχυση του αντιπάλου, για… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἰρωνείας — εἰρωνείᾱς , εἰρωνεία dissimulation fem acc pl εἰρωνείᾱς , εἰρωνεία dissimulation fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρωνείαν — εἰρωνείᾱν , εἰρωνεία dissimulation fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρωνειῶν — εἰρωνεία dissimulation fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρωνεῖαι — εἰρωνεία dissimulation fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρωνείαις — εἰρωνεία dissimulation fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Irony — Ironic redirects here. For the song, see Ironic (song). For other uses, see irony (disambiguation). A Stop sign ironically defaced with a beseechment not to deface stop signs Irony (from the Ancient Greek εἰρωνεία eirōneía, meaning dissimulation… … Wikipedia