Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εἰρωνευτικός

См. также в других словарях:

  • ειρωνευτικός — ή, ό (Α εἰρωνευτικός, ή, όν) ο ειρωνικός …   Dictionary of Greek

  • ειρωνευτικός — ή, ό επίρρ. ά ειρωνικός (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εἰρωνευτικαί — εἰρωνευτικός fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρωνευτικοῖς — εἰρωνευτικός masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρωνευτικοί — εἰρωνευτικός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρωνευτικήν — εἰρωνευτικός fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρωνευτικῶς — εἰρωνευτικός adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»