Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

εἰρκτήν

См. также в других словарях:

  • εἰρκτήν — εἱρκτή an inclosure fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἱρκτήν — εἱρκτή an inclosure fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολαστήριος — α, ο (AM κολαστήριος, ία, ον και ος ον) [κολαστήρ] 1. εκείνος που γίνεται για κολασμό ή ανήκει και αναφέρεται σ αυτόν, ο σχετικός με την τιμωρία («κολαστήριος δύναμις», Φιλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το κολαστήριο(ν) α) τόπος τιμωρίας, τόπος βασανισμού …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»