-
1 ειρηνοποιος
-
2 εἰρηνοποιός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > εἰρηνοποιός
-
3 ειρηνοποιός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ειρηνοποιός
-
4 ειρηνοποιός
ο, η примиритель, -ница; миротворец; умиротворитель -
5 εἰρηνοποιός
миротворец.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > εἰρηνοποιός
-
6 1518
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1518
См. также в других словарях:
εἰρηνοποιός — peace maker masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ειρηνοποιός — ό (AM εἰρηνοποιός, όν) ειρηνικός, συμβιβαστικός νεοελλ. αυτός που κατευθύνει ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις αρχ. ρωμαίος ειρηνοδίκης … Dictionary of Greek
ειρηνοποιός — ο που επαναφέρει την ειρήνη, που συμβιβάζει διαφορές, ο ειρηνευτής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἰρηνοποιοί — εἰρηνοποιός peace maker masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρηνοποιούς — εἰρηνοποιός peace maker masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρηνοποιέ — εἰρηνοποιός peace maker masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρηνοποιῷ — εἰρηνοποιός peace maker masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρηνοποιόν — εἰρηνοποιός peace maker masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CARPIO — nomen illustris in Hispania Familiae. Beatrix enim filia Ludovici Mendezii de Sotomayor, Dn. del Carpio, ex Didaco I. Lopezio de Haro Dn. de Sorbas, genuit Didacum II. Lopezium de Haro et Sotomayor, patrem ex Antonia de Guzman, Didaci III.… … Hofmann J. Lexicon universale
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
ειρηνάρχης — ο (AM εἰρηνάρχης και εἰρήναρχος) νεοελλ. οι ειρηνάρχαι τριμελής επιτροπή με δικαστική εξουσία κατά την περίοδο τής βενετοκρατίας στα Επτάνησα μσν. ειρηνοποιός αρχ. αξιωματούχος που φρόντιζε για την τήρηση τής δημόσιας τάξης … Dictionary of Greek