Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

εἰρηνεύει

См. также в других словарях:

  • εἰρηνεύει — εἰρηνεύω bring to peace pres ind mp 2nd sg εἰρηνεύω bring to peace pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανειρήνευτος — η, ο αυτός που δεν ειρηνεύει ποτέ, δεν μπορεί να ζει ειρηνικά ή αυτός που δεν επιδέχεται ειρήνευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ειρηνεύω. Η λ. μαρτυρείται στον καθηγητή της Φαρμακολογίας Θεόδωρο Αφεντούλη (1824 1893)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»