-
1 ειρηνεύει
-
2 εἰρηνεύει
См. также в других словарях:
εἰρηνεύει — εἰρηνεύω bring to peace pres ind mp 2nd sg εἰρηνεύω bring to peace pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανειρήνευτος — η, ο αυτός που δεν ειρηνεύει ποτέ, δεν μπορεί να ζει ειρηνικά ή αυτός που δεν επιδέχεται ειρήνευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ειρηνεύω. Η λ. μαρτυρείται στον καθηγητή της Φαρμακολογίας Θεόδωρο Αφεντούλη (1824 1893)] … Dictionary of Greek