-
1 Ειρήναιος
-
2 Εἰρήναιος
-
3 ειρηναίος
-
4 εἰρηναῖος
-
5 εἰρηναῖος
εἰρηναῖος, friedlich, ruhig; καί σφι ταῠτα μὲν εἰρηναῖα ἦν Her. 6, 42; ὁ δὲ τροχίλος εἰρηναῖόν οἵ ἐστι, lebt mit ihm im Frieden, 2, 68; ὁ κήρυξ ἀπήγγειλεν οὐδὲν εἰρηναῖον παρὰ τῶν Κορινϑίων Thuc. 1, 29; was im Frieden geschieht, Her. 6, 57. – Adv. εἰρηναίως, Her. 3, 154.
-
6 ειρηναιος
3мирныйεἰ. τινι εἶναι Her. — жить в мире с кем-л., но ταῦτά σφι εἰρηναῖα ἦν Her. это умиротворило их;
εἰρηναῖόν τι ἀπαγγεῖλαι παρά τινος Thuc. — прийти от кого-л. с мирными предложениями -
7 εἰρηναῖος
A peaceful, εἰρηναῖον εἶναί τινι to live peaceably with any one, Hdt.2.68;οὐδὲν εἰ. ἀπαγγέλλειν Th.1.29
; τὰ εἰ. matters of peace, Hdt.6.57; εἰ. β ίος Phld.Oec.p.20J.; εἰ. καὶ βέβαιος πλοῦς Dion. Byz.24: [comp] Sup., Max.Tyr.30.5. Adv. - αίως Hdt.3.145, Phld.Oec. p.39J.II εἰρηναῖον, τό, = Lat. Templum Pacis, D.C.72.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰρηναῖος
-
8 εἰρηναῖος
εἰρηναῖος, friedlich, ruhig; ὁ δὲ τροχίλος εἰρηναῖόν οἵ ἐστι, lebt mit ihm im Frieden; was im Frieden geschieht -
9 Εἰρηναῖος
Εἰρηναῖος, ου, ὁ (ins, pap; Jos., Bell. 2, 21) Irenaeus, bishop of Lyons MPol 22:2; Epil Mosq 1f, 4f. -
10 ειρηναία
εἰρηναί̱ᾱ, εἰρηναῖοςpeaceful: fem nom /voc /acc dualεἰρηναί̱ᾱ, εἰρηναῖοςpeaceful: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————εἰρηναί̱ᾱͅ, εἰρηναῖοςpeaceful: fem dat sg (attic doric aeolic) -
11 ειρηναίον
-
12 εἰρηναῖον
-
13 ειρηναίας
εἰρηναί̱ᾱς, εἰρηναῖοςpeaceful: fem acc plεἰρηναί̱ᾱς, εἰρηναῖοςpeaceful: fem gen sg (attic doric aeolic) -
14 εἰρηναίας
εἰρηναί̱ᾱς, εἰρηναῖοςpeaceful: fem acc plεἰρηναί̱ᾱς, εἰρηναῖοςpeaceful: fem gen sg (attic doric aeolic) -
15 ειρηναίων
εἰρηναί̱ων, εἰρηναῖοςpeaceful: fem gen plεἰρηναί̱ων, εἰρηναῖοςpeaceful: masc /neut gen pl -
16 εἰρηναίων
εἰρηναί̱ων, εἰρηναῖοςpeaceful: fem gen plεἰρηναί̱ων, εἰρηναῖοςpeaceful: masc /neut gen pl -
17 ειρηναίως
εἰρηναί̱ως, εἰρηναῖοςpeaceful: adverbialεἰρηναί̱ως, εἰρηναῖοςpeaceful: masc acc pl (doric) -
18 εἰρηναίως
εἰρηναί̱ως, εἰρηναῖοςpeaceful: adverbialεἰρηναί̱ως, εἰρηναῖοςpeaceful: masc acc pl (doric) -
19 Ειρηναίοις
-
20 Εἰρηναίοις
См. также в других словарях:
εἰρηναῖος — peaceful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ειρηναίος — I (1ος αι. μ.Χ.). Αλεξανδρινός γραμματικός, γνωστός και με το λατινικό όνομα Minucius Pacatus. Μαθήτευσε κοντά στον Ηλιόδωρο τον μετρικό και, όπως προκύπτει από το λατινικό όνομά του, είναι πιθανό ότι δίδαξε για ένα διάστημα και στη Ρώμη. Έγραψε… … Dictionary of Greek
Ειρηναίος Α’ — (Εμμανουήλ Σκοπελίτης, Σάμος 1939 –). Πατριάρχης Ιεροσολύμων και πάσης Παλαιστίνης (2001–). Εγκαταστάθηκε στα Ιεροσόλυμα το 1953 όπου και φοίτησε στην εκεί πατριαρχική σχολή, ενώ στη συνέχεια σπούδασε στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών … Dictionary of Greek
Εἰρήναιος — Εἰρήναῑος , Εἰρηναῖος peaceful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ειρηναίος — ο κύρ. όνομα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἰρηναῖον — εἰρηναῖος peaceful masc acc sg εἰρηναῖος peaceful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρηναῖα — εἰρηναῖος peaceful neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρηναῖοι — εἰρηναῖος peaceful masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ириней (Месархакис) — Митрополит Ириней Μητροπολίτης Εἰρηναῖος Митрополит Ламбийско Сивритосский и Сфакийский c 14 февраля 1990 года Церковь … Википедия
Iranaeus — Irénée de Lyon Pour les articles homonymes, voir Irénée. Saint Irénée Irénée de Lyon ou saint Irénée (en grec ancien … Wikipédia en Français
Iren. Haer. — Irénée de Lyon Pour les articles homonymes, voir Irénée. Saint Irénée Irénée de Lyon ou saint Irénée (en grec ancien … Wikipédia en Français