Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εἰνόδιος

См. также в других словарях:

  • εινόδιος — ον (Α) βλ. ενόδιος …   Dictionary of Greek

  • εἰνόδι' — εἰνόδια , ἐνόδιος in neut nom/voc/acc pl εἰνόδιε , ἐνόδιος in masc voc sg εἰνόδιαι , ἐνόδιος in fem nom/voc pl εἰνόδια , εἰνόδιος neut nom/voc/acc pl εἰνόδιε , εἰνόδιος masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰνόδιον — ἐνόδιος in masc acc sg ἐνόδιος in neut nom/voc/acc sg εἰνόδιος masc/fem acc sg εἰνόδιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενόδιος — ἐνόδιος, ία, ον και ἐνόδιος, ον (επικ. τ. εἰνόδιος, ίη, ον) (Α) [οδός] 1. αυτός που βρίσκεται πάνω ή δίπλα στον δρόμο («τῶν γὰρ πόλεων τὰς ἐνοδίους καὶ παραθαλαττίους», Πλούτ.) 2. ο χρήσιμος για τον δρόμο 3. ως επίθ. τών θεών, τών οποίων έστηναν… …   Dictionary of Greek

  • εἰνοδίοιο — ἐνόδιος in masc/neut gen sg (epic) εἰνόδιος masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰνοδίοις — ἐνόδιος in masc/neut dat pl εἰνόδιος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰνοδίοισι — ἐνόδιος in masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) εἰνόδιος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰνοδίου — ἐνόδιος in masc/neut gen sg εἰνόδιος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰνοδίους — ἐνόδιος in masc acc pl εἰνόδιος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰνοδίων — ἐνόδιος in fem gen pl ἐνόδιος in masc/neut gen pl εἰνόδιος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰνοδίῳ — ἐνόδιος in masc/neut dat sg εἰνόδιος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»