Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εἰνάς

См. также в других словарях:

  • εἰνάς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰνάδα — εἰνάς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰνάδι — εἰνάς fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Uncial 0171 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 0171 Text …   Wikipedia

  • εννέα — και εννιά (AM ἐννέα) άκλ. (απόλ. αριθμτ.) δηλώνει ποσότητα 9 μονάδων νεοελλ. 1. (για χρονολογίες και ημερομηνίες) αντί για το ένατος 2. ως ουσ. το εννέα α) το αριθμητικό σύμβολο τού αριθμού εννέα β) αντικείμενο που έχει την ένατη σειρά ανάμεσα σε …   Dictionary of Greek

  • εννεάδα — η (AM ἐννεάς και ποιητ. τ. εἰνάς) [εννέα] το αφηρημμένο ουσ. τού αριθμού εννέα, σύνολο εννέα όμοιων πραγμάτων μσν. εννεαετία αρχ. 1. ο αριθμός εννέα 2. η ένατη μέρα τού μήνα 3. καθένα από τα έξι βιβλία στα οποία διαίρεσε ο Πορφύριος τα έργα τού… …   Dictionary of Greek

  • τρισεινάς — ἡ, Α η ένατη μέρα τής τρίτης δεκάδας τού μήνα, η εικοστή ένατη μέρα τού μήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ /τρι * + εἰνάς«ενάτη ημέρα»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»