-
1 εικασία
εἰκασίᾱ, εἰκασίαlikeness: fem nom /voc /acc dualεἰκασίᾱ, εἰκασίαlikeness: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————εἰκασίαι, εἰκασίαlikeness: fem nom /voc plεἰκασίᾱͅ, εἰκασίαlikeness: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 εικασια
ἥ1) изображение, образ, подобие(γραφική Xen.)
2) уподобление, сравнение(ἥδεσθαι τῇ εἰκασίᾳ Plut.)
3) предположение, догадка(πίστις καὴ εἰ. Plat.)
-
3 εἰκασία
εἰκασία, ἡ (εἰκάζω), Abbildung; γραφικὴ ἡ εἰκ. τῶν ὁρωμένων Xen. Hem. 3, 10, 1; Hesych. ὁμοιότης. – Vergleichung, Plut. Them. 29; bei den Rhett. = εἰκών, Gleichniß, Demetr. eloc. 80. – Vermuthung, Plat. Rep. VI, 511 e VII, 534 a; Luc. Amor. 8.
-
4 εἰκασία
-
5 εἰκασία
Βλ. λ. εικασία -
6 εἰκασίᾳ
Βλ. λ. εικασία -
7 εικασία
-
8 εικασία
[икасиа] ουσ. Θ. допущение, предположение,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εικασία
-
9 εικασία
[икасиа] ουσ θ допущение, предположение. -
10 εἰκασία
εἰκ-ᾰσία, ἡ,A likeness, representation, X.Mem.3.10.1.III conjecture, Hp.Morb.1.1, Pl.Sis. 390c, Ph.2.91, Hierocl. p.37 A. (pl.), etc.; doubt, Phld.Rh.1.249S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰκασία
-
11 εικασία
supposition -
12 εικασία
1) domysł (m) rzecz.2) przypuszczenie (n) rzecz. -
13 εικασία
domněnka -
14 εικασία
1) guess2) guesswork3) speculationΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > εικασία
-
15 ἀπ-εικασία
ἀπ-εικασία, ἡ, das Abbilden, καὶ μίμησις Plat. Legg. II, 668 b; auch = Abbildung.
-
16 ἀντ-εικασία
ἀντ-εικασία, ἡ, Vergleichung, Schol.
-
17 supposition
εικασία -
18 guesswork
εικασία -
19 domysł
εικασία -
20 εικασίας
εἰκασίᾱς, εἰκασίαlikeness: fem acc plεἰκασίᾱς, εἰκασίαlikeness: fem gen sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
εἰκασία — εἰκασίᾱ , εἰκασία likeness fem nom/voc/acc dual εἰκασίᾱ , εἰκασία likeness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκασίᾳ — εἰκασίαι , εἰκασία likeness fem nom/voc pl εἰκασίᾱͅ , εἰκασία likeness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εικασία — Αναπόδεικτη μαθηματική πρόταση. Μία από τις πιο γνωστές ε. των μαθηματικών είναι αυτή του Γκόλντμπαχ. Σύμφωνα με την ε. αυτή κάθε ζυγός αριθμός μεγαλύτερος του 2 μπορεί να εκφραστεί ως άθροισμα δύο πρώτων. Από τις πιο γνωστές ε. ήταν μέχρι το… … Dictionary of Greek
εικασία — η συμπερασμός, υποθετική γνώμη, πιθανότητα: Μην πιστεύεις σ αυτά· είναι εικασίες των δημοσιογράφων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἰκασίας — εἰκασίᾱς , εἰκασία likeness fem acc pl εἰκασίᾱς , εἰκασία likeness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκασίαι — εἰκασία likeness fem nom/voc pl εἰκασίᾱͅ , εἰκασία likeness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκασίαν — εἰκασίᾱν , εἰκασία likeness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκασιῶν — εἰκασία likeness fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκασίαις — εἰκασία likeness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκασίην — εἰκασία likeness fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκασίῃ — εἰκασία likeness fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)