-
1 εικοσαστέγους
-
2 εἰκοσαστέγους
См. также в других словарях:
εἰκοσαστέγους — εἰκοσάστεγος having twenty stories masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εικοσαστέγους
2 εἰκοσαστέγους
εἰκοσαστέγους — εἰκοσάστεγος having twenty stories masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)