Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εἰκοσαετεῖς

См. также в других словарях:

  • εἰκοσαετεῖς — εἰκοσαετής of twenty years masc/fem acc pl εἰκοσαετής of twenty years masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτείρης — ὁ, Α συν. στον πληθ. οἱ πρωτεῑραι (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) (στη Σπάρτη) οι εικοσαετείς νεανίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + εἴρην, ενός «τάξη τών νέων στην αρχαία Σπάρτη»] …   Dictionary of Greek

  • Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… …   Dictionary of Greek

  • Λάβαν — Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Βαθουήλ, αδελφός της Ρεβέκκας και ταυτόχρονα θείος και πεθερός του Ιακώβ, ο οποίος παντρεύτηκε τις κόρες του, Ραχήλ και Λεία. Η πρώτη φορά που αναφέρεται το όνομά του στην Παλαιά Διαθήκη είναι στη συνάντηση της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»