-
1 εἰκονο-γράφος
εἰκονο-γράφος, ὁ, Bilder-, (Porträt-) Maler, Arist. poet. 15 u. Sp.
-
2 εἰκονογράφος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰκονογράφος
-
3 εἰκονογράφος
εἰκονο-γράφος, ὁ, Bilder-, (Porträt-) Maler -
4 εικονογραφος
См. также в других словарях:
κηρογραφώ — κηρογραφῶ, έω (Α) ζωγραφίζω με κερί («τριακόσια δὲ κεκηρογραφημένα χρώμασι παντοίοις», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + γραφῶ (< γράφος < γράφω), πρβλ. εικονο γραφώ, καλλί γραφώ] … Dictionary of Greek
κοντυλογραφώ — 1. γράφω με κοντύλι 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) κοντυλογραμμένος, η, ο αυτός που έχει ωραίες γραμμές, καλλίγραμμος, χαριτωμένος, λεπτοκαμωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντύλι + γραφώ (< γράφος < γράφω), πρβλ. αρθρο γραφώ, εικονο γραφώ] … Dictionary of Greek