-
1 εικονικών
εἰκονικόςrepresenting a figure: fem gen plεἰκονικόςrepresenting a figure: masc /neut gen pl -
2 εἰκονικῶν
εἰκονικόςrepresenting a figure: fem gen plεἰκονικόςrepresenting a figure: masc /neut gen pl
См. также в других словарях:
εἰκονικῶν — εἰκονικός representing a figure fem gen pl εἰκονικός representing a figure masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισχυρές ή πυρηνικές αλληλεπιδράσεις — Ένα από τα τέσσερα είδη αλληλεπιδράσεων που υπάρχουν στη φύση. Οι ι.α. αφορούν τις αλληλεπιδράσεις που συντελούνται μεταξύ πρωτονίων και νετρονίων ενός πυρήνα, οδηγώντας στον σχηματισμό του. Η εμβέλεια της αλληλεπίδρασης είναι της τάξης της… … Dictionary of Greek
αλλοτρίωση — Διαδικασία κατά τη διαδρομή της οποίας εκείνο που ανήκει πρωταρχικά στον άνθρωπο και είναι έργο του γίνεται ξένο και εξωτερικό γι’ αυτόν τον ίδιο και καταλήγει να τον εξουσιάσει και να τον υποδουλώσει. Τον όρο α. εισήγαγε στη φιλοσοφία ο Χέγκελ… … Dictionary of Greek
εταιρεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον ελληνικό Aστικό Kώδικα (Α.Κ.) είναι μια ιδιότυπη αμφοτεροβαρής σύμβαση, με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα αναλαμβάνουν μεταξύ τους την υποχρέωση να επιδιώξουν ένα κοινό σκοπό, καταβάλλοντας ίσες –αν δεν έχει οριστεί… … Dictionary of Greek