-
1 εικασια
ἥ1) изображение, образ, подобие(γραφική Xen.)
2) уподобление, сравнение(ἥδεσθαι τῇ εἰκασίᾳ Plut.)
3) предположение, догадка(πίστις καὴ εἰ. Plat.)
-
2 εικασία
-
3 εικασία
[икасиа] ουσ θ допущение, предположение. -
4 σχεδιασμος
-
5 εκφράζω
μετ.1) высказывать, выражать;εκφράζω εικασία (γνώμη) — высказывать предположение (мнение);
φρονήματα ( — или ιδέες) — выражать мысли;εκφράζω συμπάθεια — выражать сочувствие;
εκφράζω εμπιστοσύνη — выражать доверие;
2) выражать, обнаруживать, проявлять;εκφράζω χαρά (δυσαρέσκεια) — выражать радость (недовольство);
την αγάπη μου — проявлять свою любовь;εκφράζομαι — высказываться, выражать свои мысли;
εκφράζομαι με ακρίβεια και συντομία — выражаться точно и кратко;
εκφράζομαι κατά τίνος — высказываться против кого-чего-л.
См. также в других словарях:
εἰκασία — εἰκασίᾱ , εἰκασία likeness fem nom/voc/acc dual εἰκασίᾱ , εἰκασία likeness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκασίᾳ — εἰκασίαι , εἰκασία likeness fem nom/voc pl εἰκασίᾱͅ , εἰκασία likeness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εικασία — Αναπόδεικτη μαθηματική πρόταση. Μία από τις πιο γνωστές ε. των μαθηματικών είναι αυτή του Γκόλντμπαχ. Σύμφωνα με την ε. αυτή κάθε ζυγός αριθμός μεγαλύτερος του 2 μπορεί να εκφραστεί ως άθροισμα δύο πρώτων. Από τις πιο γνωστές ε. ήταν μέχρι το… … Dictionary of Greek
εικασία — η συμπερασμός, υποθετική γνώμη, πιθανότητα: Μην πιστεύεις σ αυτά· είναι εικασίες των δημοσιογράφων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἰκασίας — εἰκασίᾱς , εἰκασία likeness fem acc pl εἰκασίᾱς , εἰκασία likeness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκασίαι — εἰκασία likeness fem nom/voc pl εἰκασίᾱͅ , εἰκασία likeness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκασίαν — εἰκασίᾱν , εἰκασία likeness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκασιῶν — εἰκασία likeness fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκασίαις — εἰκασία likeness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκασίην — εἰκασία likeness fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκασίῃ — εἰκασία likeness fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)