-
1 εἰκάδιος
εἰκάδιος < Εἰκάδιος> supp. Wil. e Σ. ἰκαδ[ιος·]εἰκάδιος Ἀρίς( ταρχος). καὶ Ἄνδρων (FGH. 2, 1231, 26) ἐκ Δή[λου ]ιτ(), ἐκ δὲ Κρήτης [λθεῖν αὐτὸν (sc. Εἰκάδιον) λέγουσιν ο]ἱ Δελφοί, ὅθεν καὶ Κ[ (supp. Snell. Hermes, 1938, 439; Wil. Pindaros, 87) Πα. 10b. 3. -
2 εικάδιος
-
3 εἰκάδιος
-
4 εἰκάδιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰκάδιος
-
5 εικαδίου
-
6 εἰκαδίου
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский