Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εἰδ-ήμων

См. также в других словарях:

  • μελεδήμων — μελεδήμων, ον (Α) αυτός που φροντίζει, που μεριμνά, που δείχνει επιμέλεια για κάτι, επιμελής (α. «μελεδήμων ἔργων», Εμπεδ. β. «δόμων φυλακὰν μελεδήμονες», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μελεδαίνω + κατάλ. ήμων (πρβλ. ειδ ήμων, νο ήμων)] …   Dictionary of Greek

  • πενθήμων — ονος, ὁ, Α αυτός που πενθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < πένθος + κατάλ. ήμων (πρβλ. αιδ ήμων, ειδ ήμων)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»