-
1 εἰδήμων
A acquainted with or expert in a thing,τινός D.L.6.14
, AP 9.505.4, IG14.885 ([place name] Suessa), S.E.M.1.79. Adv. - νως Hermog.Meth. 13, Vett.Val.348.19, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰδήμων
См. также в других словарях:
μελεδήμων — μελεδήμων, ον (Α) αυτός που φροντίζει, που μεριμνά, που δείχνει επιμέλεια για κάτι, επιμελής (α. «μελεδήμων ἔργων», Εμπεδ. β. «δόμων φυλακὰν μελεδήμονες», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μελεδαίνω + κατάλ. ήμων (πρβλ. ειδ ήμων, νο ήμων)] … Dictionary of Greek
πενθήμων — ονος, ὁ, Α αυτός που πενθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < πένθος + κατάλ. ήμων (πρβλ. αιδ ήμων, ειδ ήμων)] … Dictionary of Greek