-
1 εἰδωλο-ποιέω
εἰδωλο-ποιέω, ein Bild machen: – a) im Ggstz des ἀληϑές, der Sache selbst, Plat. Rep. X, 605 c. – b) übh. = bildlich darstellen, Sp.
-
2 προ-ειδωλο-ποιέω
προ-ειδωλο-ποιέω, vorher ein Bild, eine Abbildung od. Vorstellung machen, Heliod. 9, 25.
-
3 ἀν-ειδωλο-ποιέω
ἀν-ειδωλο-ποιέω, = simplex, Plut. adv. Col. 11. Med. sich versinnlichen, plac. phil. 5, 2; Eust. 1398, 27.
-
4 εἰδωλοποιέω
A form an image, esp. in the mind, εἴδωλα εἰ. Pl.R. 605c, cf. Arist.de An. 427b20;ὅσα εἰ. ὁ τῦφος Ph.1.671
.II represent by an art-type, Diogenian. Epicur.2.61, Theo Sm.p.133 H. ([voice] Pass.); portray in a bust. D.S.31.25.2 ([voice] Pass.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰδωλοποιέω
-
5 εἰδωλοποιέω
εἰδωλο-ποιέω, ein Bild machen. (a) im Ggstz des ἀληϑές, der Sache selbst. (b) übh. = bildlich darstellen -
6 ειδωλοποιεω
(тж. εἴδωλα εἰ. Plat.) создавать образы, изображать, воспроизводить(τι Arst., Plut.)
; pass. быть изображаемым, изображаться -
7 ἀνειδωλοποιέω
-
8 προειδωλοποιέω
προ-ειδωλο-ποιέω, vorher ein Bild, eine Abbildung od. Vorstellung machen
См. также в других словарях:
τύπος — Στα μαθηματικά είναι η συμβολική γραφή που εκφράζει κάποια σχέση ισότητας ή ανισότητας, ή είναι η έκφραση ενός μεγέθους σε συνάρτηση άλλων μεγεθών κλπ. Με τη γενική αυτή έννοια, ο τ. παριστάνει με διάφορα σύμβολα μια μαθηματική πρόταση.… … Dictionary of Greek