Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εἰδωλοποιῶν

См. также в других словарях:

  • εἰδωλοποιῶν — εἰδωλοποιέω form an image pres part act masc nom sg (attic epic doric) εἰδωλοποιός image maker masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπέρβαση — η, / ὑπέρβασις, άσεως, ΝΜΑ [υπερβαίνω] 1. πέρασμα, διάβαση πάνω από κάτι (α. «υπέρβαση όρους» β. «τέτταρας δὲ ὑπερβάσεις ὀνομάζει μόνον», Στράβ.) 2. μτφ. α) πράξη πέρα, έξω από τα κανονικά ή επιτρεπόμενα όρια (α. «υπέρβαση δαπανών») β) ξεπέρασμα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»