-
1 ειδωλοποιών
εἰδωλοποιέωform an image: pres part act masc nom sg (attic epic doric)εἰδωλοποιόςimage-maker: masc gen pl -
2 εἰδωλοποιῶν
εἰδωλοποιέωform an image: pres part act masc nom sg (attic epic doric)εἰδωλοποιόςimage-maker: masc gen pl
См. также в других словарях:
εἰδωλοποιῶν — εἰδωλοποιέω form an image pres part act masc nom sg (attic epic doric) εἰδωλοποιός image maker masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπέρβαση — η, / ὑπέρβασις, άσεως, ΝΜΑ [υπερβαίνω] 1. πέρασμα, διάβαση πάνω από κάτι (α. «υπέρβαση όρους» β. «τέτταρας δὲ ὑπερβάσεις ὀνομάζει μόνον», Στράβ.) 2. μτφ. α) πράξη πέρα, έξω από τα κανονικά ή επιτρεπόμενα όρια (α. «υπέρβαση δαπανών») β) ξεπέρασμα … Dictionary of Greek