-
1 ειδοποιος
См. также в других словарях:
θεοποιός — ό (AM θεοποιός, όν) αυτός που κατασκευάζει εικόνες ή αγάλματα θεών («ἁ θεοποιὸς τέχνα» η θεοποιητική) μσν. αρχ. αυτός που κάνει κάποιον μέτοχο τής θείας φύσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + ποιός (< ποιώ), πρβλ. αγαθο ποιός, ειδο ποιός] … Dictionary of Greek
καρποποιός — καρποποιός, όν (Α) αυτός που συντελεί στην παραγωγή καρπών («τῆς καρποποιοῡ παῑδα Δήμητρος θεᾱς», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. ειδο ποιός, ηθο ποιός] … Dictionary of Greek