Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εἰδοποιῷ

См. также в других словарях:

  • ειδοποιώ — ειδοποιώ, ειδοποίησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ειδοποιώ — ( έω) (Α εἰδοποιῶ, έω) νεοελλ. γνωστοποιώ, πληροφορώ, αναγγέλλω αρχ. 1. δίνω σε κάτι χαρακτηριστική, τυπική μορφή 2. χαρακτηρίζω 3. απεικονίζω, περιγράφω 4. προσθέτω ειδικές λεπτομέρειες …   Dictionary of Greek

  • ειδοποιώ — ειδοποίησα, ειδοποιήθηκα, ειδοποιημένος, μτβ., πληροφορώ κάποιον για κάτι, γνωστοποιώ, αναγγέλλω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εἰδοποιῶ — εἰδοποιέω endue with form pres subj act 1st sg (attic epic doric) εἰδοποιέω endue with form pres ind act 1st sg (attic epic doric) εἰδοποιός constituting a species masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰδοποιῷ — εἰδοποιός constituting a species masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προειδοποιώ — έω, Ν ειδοποιώ, πληροφορώ κάποιον για κάτι εκ τών προτέρων, προαγγέλλω («το υπουργείο υγείας προειδοποιεί ότι το κάπνισμα βλάπτει σοβαρά την υγεία». [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ειδοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στον Νικόλαο Παπαδόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

  • αναγγέλλω — (Α ἀναγγέλλω) 1. φέρνω αγγελία, ανακοινώνω, γνωστοποιώ 2. ειδοποιώ για την επίσκεψη προσώπου αρχ. 1. μιλώ για κάποιον 2. προκηρύσσω, ορίζω ανταμοιβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν(α) * + ἀγγέλλω. ΠΑΡ. αναγγελία, αναγγελτήριος, αναγγελτικός] …   Dictionary of Greek

  • ανείπον — ἀνεῑπον (Α) (χρησιμοποιείται ως αόρ. του αναγορεύω*) 1. αναγορεύω*, ανακηρύσσω «κᾱρυξ ἀνέειπέ νιν» ο κήρυκας τον αναγόρευσε νικητή (Πίνδ.) 2. διακηρύσσω, προαναγγέλλω «τῷ ἀπειθοῡντι πάντα τὰ χαλεπὰ ἀνεῑπεν» διακήρυξε τι περιμένει όποιον… …   Dictionary of Greek

  • αποστέλλω — κ. στέλνω (ΑΜ ἀποστέλλω) 1. στέλνω κάπου πρόσωπο ή πράγμα 2. διώχνω μσν. νεοελλ. 1. ειδοποιώ, στέλνω εντολή 2. ξεπροβοδίζω 3. (η μτχ. πρκμ.) ὁ ἀπεσταλμένος ο πληρεξούσιος αρχ. 1. στέλνω σε κάποια εργασία ή υπηρεσία 2. βγάζω τα ρούχα μου, γδύνομαι …   Dictionary of Greek

  • δηλώνω — (AM δηλῶ, όω Μ και δηλώνω) [δήλος] 1. αναφέρω, λέγω («δήλωσε τα εξής», «δηλώσω δὲ καὶ τόδε») 2. φανερώνω, αποκαλύπτω («τον έρωτα εδήλωσαν που χαν εις την αγάπην», «κάρτα μοι σαφώς ἐδήλωσας κακά») 3. ερμηνεύω, εξηγώ («δηλώσει τα αινίγματα και τα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»